2 Ιαν 2009

Ένα μικρό παγάκι


Πηγή εικόνας

Ήταν ένα παγάκι. Για την ακρίβεια, ήταν ένα μικρό παγάκι. Θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερο. Χώρος στην παγοθήκη υπήρχε πολύς. Απλά κάποιος είχε βάλει κατά λάθος λιγότερο νερό απ’ όσο έπρεπε. Και σα να μην έφτανε αυτό, είχε και μια τρύπα στη μέση!

Βέβαια, αυτό δεν ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο ζούσε στην παγοθήκη. Κυρίως γιατί δε φαινόταν και πολύ. Ή μάλλον, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινής, η αλήθεια είναι ότι δε φαινόταν καθόλου. Όλα τα γειτονικά παγάκια πίστευαν ότι αυτή η θέση είχε μείνει για κάποιο λόγο άδεια. Κι επομένως δεν του έδινε κανένας σημασία...

Έτσι λοιπόν περνούσαν ήσυχα οι μέρες του, πιστεύοντας ότι είναι ολομόναχο στον κόσμο. Και στεναχωριόταν πολύ γι’ αυτό. Αχ, πόσο θα ‘θελε να υπήρχε έστω κι ένα μόνο ακόμα παγάκι για να μπορεί να κουβεντιάζει μαζί του τ’ ατελείωτα κρύα και σκοτεινά βράδια – που ήταν πάρα πολλά, μια και ζούσε μέσα σ’ ενα παλιό ξύλινο ψυγείο!

Ώσπου μια μέρα, ένα δυνατό φως πλημμύρισε το χώρο. Το παγάκι κατατρόμαξε! Δεν είχε αντικρίσει ποτέ ξανά φως. Ένιωσε μια περίεργη ζεστασιά που έκανε το κορμί του να ριγήσει.

«Τι μου συμβαίνει;» αναρωτήθηκε.

Ξαφνικά αισθάνθηκε να πετά στον αέρα. «Αχ, τι ωραία!» αναφώνησε. «Πάντα ήθελα να ταξιδέψω!»

Ο ενθουσιασμός του όμως κόπηκε μονομιάς όταν ένιωσε ένα γερό τράνταγμα, καθώς η παγοθήκη χτύπησε με φόρα στο τραπέζι. Προσπάθησε να κρατηθεί με όλη του τη δύναμη, αλλά ακολούθησε σχεδόν αμέσως και δεύτερο τράνταγμα και πριν προλάβει να συνέλθει απ’ το σοκ, ακολούθησε κι άλλο ένα.

Μ’ ένα μικρό «πλοπ!» το παγάκι ξεκόλλησε από τη θέση του και πήδησε στον αέρα. Τότε είδε για πρώτη φορά και τα υπόλοιπα παγάκια που χοροπηδούσαν χαρούμενα τριγύρω του, σαν μικρά παιδιά πάνω σε τραμπολίνο. Και συνειδητοποίησε πόσο μικρό ήταν. Αρκούσε μόνο μια σύντομη ματιά – δε χρειαζόταν παραπάνω.
Όλα τ’ άλλα παγάκια ήταν μεγάλα, καλοθρεμμένα και κυρίως ολόκληρα! Μόνο αυτό ήταν μικρό, αναιμικό και τρύπιο. Αχ, πόσο πολύ ντράπηκε. Τα ολόλευκα μαγουλάκια του βάφτηκαν κόκκινα κι η καρδούλα του άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Κι αυτή τη φορά ευχήθηκε να ήταν το μόνο παγάκι πάνω στη Γη και να μην υπήρχε κανένα άλλο. Ήθελε τόσο πολύ να μείνει μόνο.

Η ευχή του όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς, αμέσως μετά το τελευταίο τράνταγμα, αντί να επιστρέψει στη γνώριμή θέση του στην παγοθήκη, κατέληξε σ’ ένα χαμηλό γυάλινο ποτήρι ανάμεσα σε άλλα τρία πολύ μεγαλύτερα παγάκια.

«Κάνε πιο κει σπόρε, με στριμώχνεις,» του είπε το ένα θυμωμένα και του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά.
«Τι κάνεις εδώ ρε μισή μερίδα; Το ‘σκασες απ’ το νηπιαγωγείο;» το κορόιδεψε ένα άλλο.
«Ρε μάγκες, μην το πειράζετε γιατί μπορεί να φωνάξει τη μαμά του και να μας μαλώσει», συμπλήρωσε καγχάζοντας το τρίτο.

Το μικρό παγάκι δεν ήθελε τη ζωή του. «Θεέ μου κάνε να τελειώσουν όλα γρήγορα γιατί δεν αντέχω άλλο», προσευχήθηκε σιωπηλά.

Η απάντηση στην προσευχή του ήρθε με τη μορφή ενός παχύρρευστου κίτρινου υγρού με έντονη μυρωδιά που περιέλουσε μονομιάς και τα τέσσερα παγάκια.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε το μικρό παγάκι που δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Μας σερβίρουν, μπόμπιρα – ουίσκι ον δε ροκς αν δεν κάνω λάθος. Αλλά μην ανησυχείς. Εσύ, έτσι μικρός που είσαι, θα λιώσεις πριν καν το καταλάβεις. Εμείς βέβαια θα το γλεντήσουμε λιγάκι ακόμα. Έτσι, δεν είναι μάγκες;»

Τα άλλα δυο παγάκια έγνεψαν καταφατικά, αλλά το χαμόγελο στα χείλη τους είχε μάλλον παγώσει.

«Μα δε θέλω να λιώσω ακόμα», παραπονέθηκε το μικρό παγάκι. «Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν έχω προλάβει να κάνω στη ζωή μου.»
«Λυπάμαι μικρέ, αλλά όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, ή μάλλον λιώνουν», του απάντησε φιλοσοφώντας το μεγάλο παγάκι και γέλασε τόσο έντονα που ράγισε ελαφρά.

Το μικρό παγάκι ένιωσε να μικραίνει ακόμα περισσότερο. Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος. Εντάξει, η ζωή του δεν ήταν και κάτι το σπουδαίο, αλλά ήταν τουλάχιστον ζωή. Σίγουρα, πολύ καλύτερη από το τίποτα...

«Ρε ψαρομούρη, πόσες φορές σου έχω πει ότι δε θέλω παγάκια στο ουίσκι μου;» ούρλιαξε ο καπετάνιος κι έδωσε ένα δυνατό σκαμπίλι στο δίσκο του εμβρόντητου καμαρότου. Το ποτήρι τινάχτηκε στον αέρα, πέταξε πάνω από το κατάστρωμα και βούτηξε με τη χάρη ολυμπιονίκη καταδύτη στα μαύρα νερά του Ατλαντικού. Μαζί του πήρε και το μικρό παγάκι – ή μάλλον ότι είχε απομείνει από αυτό. Και τα μεγάλα παγάκια φυσικά.

Η έντονη κίνηση στο νερό τράβηξε την προσοχή ενός πολύ μεγάλου – μα όχι και τόσο έξυπνου – μπακαλιάρου. Μόλις είδε τα μεγάλα παγάκια που έλαμπαν σα διαμάντια μέσα στο νερό, όρμηξε καταπάνω τους και τα έκανε μια χαψιά. Το μικρό παγάκι ούτε που το πρόσεξε.

«Τελικά, μερικές φορές δεν είναι κακό να είσαι μικρός και να περνάς απαρατήρητος», σκέφτηκε αυτό με ικανοποίηση. Η χαρά του όμως μετριάστηκε λίγο, όταν αναλογίστηκε τη μοίρα από τα μεγάλα παγάκια, που – αν και δεν τα πολυσυμπαθούσε – δεν ήθελε το κακό τους.
Μέσα στην παγωμένη θάλασσα, το μικρό παγάκι άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Αντί να μικραίνει, άρχισε να μεγαλώνει. Το νερό που ακουμπούσε πάνω του γινόταν σιγά-σιγά κι αυτό πάγος, που με τη σειρά βοηθούσε να παγώσει κι άλλο νερό, που γινόταν πάγος, κ.ο.κ. Κι ολοένα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.

Τώρα πια είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που μπορούσε να βλέπει και πάνω και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Και υπήρχαν ένα σωρό υπέροχα πράγματα και πλάσματα τριγύρω. Το πιο ωραίο όμως ήταν ότι, αντί να είναι σφηνωμένο σε μια θέση, όπως είχε συνηθίσει όταν ζούσε στην παγοθήκη, τώρα μπορούσε να ταξιδεύει. Δεν πήγαινε βέβαια όπου ήθελε. Ο αέρας και τα κύματα φρόντιζαν γι’ αυτό. Αλλά το παγάκι δεν το ένοιαζε καθόλου. Τώρα πια ήταν ελεύθερο, δεν είχε τρύπα και ήταν μεγάλο – ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ!

Ένα κρύο βράδυ του Απρίλη, ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Μαύρα σύννεφα έκρυβαν τ’ αστέρια και το φεγγάρι, ενώ φοβερά μπουμπουνητά αντηχούσαν σα τεράστια πολεμικά τύμπανα στον γκρίζο ουρανό. Μετά από πολύ καιρό, το μικρό παγάκι – που δεν ήταν πια μικρό – ένιωσε και πάλι μόνο. Αχ, πόσο θα ‘θελε να είχε λίγο παρέα. Δεν τον ένοιαζε ποιον. Οποιονδήποτε, ακόμα κι εκείνα τ’ αντιπαθητικά μεγάλα παγάκια.

Κάποια στιγμή, ο θόρυβος από τα μπουμπουνητά ανακατεύτηκε με μια γλυκιά μελωδία που ερχόταν από μακριά. «Κάποιος έρχεται!» σκέφτηκε το παγάκι κι η στεναχώρια του μετριάστηκε κάπως.

Το σκοτάδι ήταν πηχτό, οπότε δε μπορούσε να δει και πολλά, αλλά κατάφερε να διακρίνει ένα αμυδρό φως στον ορίζοντα. Θυμήθηκε με κάποια δόση νοσταλγίας εκείνη την πρώτη φορά που είχε αντικρίσει φως στη ζωή του.

Το φως ολοένα και μεγάλωνε, ενώ, ταυτόχρονα, η μουσική δυνάμωνε. «Τι να ’ναι άραγε τούτο το περίεργο πράγμα;» αναρωτήθηκε το παγάκι.

Το φως είχε φτάσει τώρα τόσο κοντά που το τύφλωνε. Αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια. Και τότε, ένοιωσε ένα πολύ γερό τράνταγμα. Πολύ πιο δυνατό από τότε που είχε ξεκολλήσει από την παγοθήκη. Ένα κομμάτι του κόπηκε.

Η μουσική που άκουγε τόση ώρα σταμάτησε απότομα κι έδωσε τη θέση της στον ήχο μιας σειρήνας που στρίγγλιζε δαιμονισμένα. Άνοιξε τα μάτια. Μια μεγάλη δίνη είχε σχηματιστεί τώρα δίπλα του και κατάπινε λαίμαργα το φως. Η θάλασσα γέμισε φωνές, ξύλινες βάρκες κι ανθρώπους – πάρα πολλούς ανθρώπους – που πάλευαν με τα κύματα. Κάποιος μέσα στην απελπισία του πιάστηκε πάνω από το παγάκι και το αγκάλιασε. Φορούσε μάλιστα ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο σωσίβιο που έγραφε με κεφαλαία άσπρα γράμματα: «ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ».

Το μικρό παγάκι – που δεν ήταν πια μικρό – ένοιωσε πολύ ευτυχισμένο. Ήταν ελεύθερο, δεν είχε τρύπα, ήταν ΜΕΓΑΛΟ και είχε βρει επιτέλους παρέα για να περάσει αυτή τη σκοτεινή, κρύα νύχτα.

Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, αυτή ήταν η ωραιότερη σκοτεινή, κρύα νύχτα της ζωής του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Our site is at APN Greece Directory