28 Φεβ 2009

Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι


Πηγή εικόνας

– Μαμά, μαμά! Ένα αστέρι έπεσε στην αυλή μας!
– Ριιιίκο, ακόμα ξύπνιος είσαι; Δε σου είπα να πας για ύπνο εδώ και μια ώρα;
– Μα, μαμά…
– Μαμούνια! Γύρνα αμέσως στο κρεβάτι σου κακομοίρη μου, αλλιώς αύριο δε θα σε αφήσω να πας να παίξεις με τους φίλους σου.
– Δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς δε θέλω να πάω. Συνέχεια με κοροϊδεύουνε γιατί φοράω γυαλιά και γιατί από πάνω με λένε και Φρειδερίκο! Τι σου έφταιξα και μ’ έβγαλες Φρειδερίκο, μου λες;
– Σου το ‘χω πει χίλιες φορές. Αυτό ήταν το όνομα του μακαρίτη του παππού σου. Του πατέρα του πατέρα σου.
– Αφού ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε. Γιατί δε με βάφτισες με το όνομα του πατέρα σου που τον λένε Μπάμπη κι είναι μια χαρά όνομα και κανένα παιδί δε θα κορόιδευε ποτέ έναν Μπάμπη.
– Γιατί πρώτα σε βαφτίσαμε και μετά μας εγκατέλειψε ο προκομμένος ο πατέρας σου.
– Δε με νοιάζει. Ας με ξαναβάφτιζες μετά.
– Άσε τις κουταμάρες και βουρ στο κρεβάτι.
– Δεν πάω πουθενά αν δε μ’ αφήσεις πρώτα να μαζέψω το αστέρι που έπεσε στην αυλή μας.
– Ουφ! Δε βγάζω άκρη μαζί σου. Τέλος πάντων. Άναψε το φώτα του κήπου και βγες μέχρι την εξώπορτα. Αλλά ως εκεί, μ’ ακούς; Βήμα παραπέρα. Και μη λερώσεις τις καθαρές σου πιτζάμες, γιατί μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.

Πριν προλάβει να τελειώσει η μητέρα του τη φράση της, ο Ρίκος είχε ήδη φτάσει στην πόρτα κι έτρεχε προς τον κήπο. «Ριιιικο. Σου είπα να μη βγεις έξω. Γύρνα αμέσως πίσω», ούρλιαξε αυτή.

Όμως ο Ρίκος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει το αστέρι. Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί όλη τη μέρα έβρεχε κι ο κήπος ήταν γεμάτος λάσπες. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να συνηθίσει στο σκοτάδι κι άρχισε να ψάχνει.

Στην αρχή νόμισε ότι το είχε δει να πέφτει πάνω στο πλακοστρωμένο δρομάκι. Το περπάτησε δυο-τρεις φορές πάνω-κάτω, αλλά δε βρήκε τίποτα. Μετά, είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στο παρτέρι με τις τριανταφυλλιές. Πλησίασε πατώντας ανάλαφρα για να μη βουλιάξουν οι παντόφλες του στη λάσπη κι έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα τριαντάφυλλα. Τεντώθηκε, ξανατεντώθηκε, προσπάθησε λίγο ακόμα, μέχρι που τα ακροδάχτυλά του ίσα που το άγγιξαν. Με απογοήτευση κατάλαβε ότι δεν ήταν παρά ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο από σοκολάτα που το είχε πετάξει ο ίδιος το προηγούμενο πρωί.

Τράβηξε το χέρι πίσω με πολύ προσοχή, αλλά παρόλ’ αυτά η πιτζάμα του μπλέχτηκε στ’ αγκάθια και σκίστηκε λίγο στην άκρη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, «Ριιιίκο, έλα τώρα αμέσως μέσα αλλιώς θα έρθω εγώ έξω και τότε αλίμονό σου.»

Ο Ρίκος ήξερε ότι όταν το έλεγε αυτό η μαμά του το εννοούσε. Αποφάσισε λοιπόν να παρατήσει το ψάξιμο και να επιστρέψει το πρωί με το πρώτο φως του ήλιου. Τίναξε τις παντόφλες του στο πλακόστρωτο για να φύγουν οι λάσπες κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Μες στο σκοτάδι όμως δεν είδε μια πλαστική μπάλα που ήταν παρατημένη στο δρόμο του, την πάτησε, έκανε μια θεαματική τούμπα και προσγειώθηκε φαρδύς πλατύς μέσα σε μια μεγάλη λακκούβα με λάσπη, ενώ ταυτόχρονα η μια του παντόφλα εκσφενδονίστηκε στον αέρα.

«Πω, πω! Θα με σκοτώσει η μαμά,» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε.

Στήριξε τα χέρια του στο χώμα για να σηκωθεί και τότε, μέσα στη λάσπη, έπιασε κάτι που έμοιαζε με μεγάλη πέτρα, αλλά ήταν πολύ λείο και ζεστό.

«Το βρήκα! Το βρήκα!» φώναξε, και κρατώντας την πέτρα αγκαλιά γύρισε χοροπηδώντας στο ένα πόδι στο σπίτι, αφού τώρα φορούσε μόνο μια παντόφλα.

Μόλις τον είδε η μητέρα του βουτηγμένο στη λάσπη από την κορφή ως τα νύχια, με την πιτζάμα του σκισμένη, με μια μόνο παντόφλα και μια λερωμένη πέτρα αγκαλιά, κόντεψε να πάθει συγκοπή.
– Σταμάτα εκεί που είσαι. Πέταξε την πέτρα στον κήπο και μπες στο μπάνιο όπως είσαι, με τα ρούχα.
– Μα, μαμά, δεν είναι πέτρα, είναι το αστέρι που σου έλεγα. Το βρήκα!
– Αυτό; Αυτό δεν είναι παρά μια λασπωμένη πέτρα.
– Όχι μαμά. Δεν είναι αλήθεια. Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι βουτηγμένο στη λάσπη. Ένα πλυσιματάκι χρειάζεται μόνο και θα λάμψει σαν καινούργιο, θα δεις.
– Τέλος πάντων. Έχε χάρη που το πρωί πρέπει να σηκωθώ νωρίς για δουλειά και δεν μπορώ να χάσω άλλο χρόνο. Πάρε την πέτρα μαζί σου στο μπάνιο. Αλλά σε προειδοποιώ, μην προσπαθήσεις να την πάρεις στο κρεβάτι σου, γιατί θα τη στείλω πίσω από κει που ‘ρθε κι ακόμα παραπέρα.

Ο Ρίκος πήγε στο μπάνιο όλο χαρά και μπήκε με τα ρούχα στο ζεστό αφρόλουτρο. Πήρε το σφουγγάρι, το βούτηξε στη σαπουνάδα κι άρχισε να τρίβει την πέτρα με δύναμη. Βαθιά μέσα του έλπιζε ότι κάτω από τη λάσπη θα κρυβόταν ένα ολόχρυσο λαμπερό αστέρι που κάποτε αστραποβολούσε στον ουρανό. Δυστυχώς όμως αντί γι’ αυτό, ανακάλυψε πως δεν ήταν παρά μια μαύρη πέτρα. Μακρουλή και λεία σαν μεγάλο αυγό και μαύρη σαν το κάρβουνο. Κι όχι μόνο δεν αστραποβολούσε, αλλά φαινόταν να καταπίνει αχόρταγα το αχνό φως της λάμπας που έπεφτε πάνω της και να το κάνει σκοτάδι. Α, όχι! Αυτό δε μπορούσε να το χωνέψει! Έπιασε ξανά το σφουγγάρι κι άρχισε να την τρίβει ακόμα πιο δυνατά. Τόσο, που το σφουγγάρι άρχισε να διαλύεται. Μα το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από αυτό που περίμενε. Όσο πιο πολύ έτριβε την πέτρα, τόσο πιο μαύρη γινόταν αυτή.

Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε στο μαγουλάκι του Ρίκου και βούτηξε μέσα στο νερό της μπανιέρας. Κι ύστερα άλλο ένα κι ένα ακόμα.

«Χαζοπέτρα!» είπε στο μαύρο αυγό και το πέταξε με τα δυο χέρια στον σκουπιδοτενεκέ του μπάνιου. Είχε στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Γι’ άλλη μια φορά είχε ελπίσει σε κάτι, σε κάτι που θα μπορούσε να κάνει όλα τα κακά και άσχημα να φαίνονται μικρά κι ασήμαντα, μόνο και μόνο για ν’ απογοητευτεί ξανά. Γιατί όπως και να το κάνουμε ένα αστέρι δεν είναι αστείο πράγμα. Τι κι αν δεν είχε πατέρα, τι κι αν ζούσε σ’ ένα σπίτι παλιό και σαραβαλιασμένο, τι κι αν τον έλεγαν Φρειδερίκο. Θα είχε ένα αστέρι ολοδικό του κι αυτό θα ήταν το μεγάλο μυστικό του. Και θα ήταν απίθανο. Αλλά τώρα είχε μόνο μια μαύρη πέτρα…

«Ριιιίκο, ακόμα στο μπάνιο είσαι; Θα κρυώσεις,» η φωνή της μητέρας του διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. Ο Ρίκος πετάχτηκε σαν ελατήριο μέσα από την μπανιέρα σκορπίζοντας τριγύρω του νερά και σαπουνάδες. Σκουπίστηκε βιαστικά, έπλυνε απρόθυμα τα δόντια του και αφήνοντας πίσω του μικρές λιμνούλες νερού και υγρές πατημασιές, κατευθύνθηκε προς στο δωμάτιο του. Εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι τον περίμενε η μητέρα του. Έκανε να του γκρινιάξει μα είδε τα κοκκινισμένα μάτια του και κατάλαβε.

«Έλα εδώ μπουμπουκάκι μου,» του είπε κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Ο Ρίκος, που περίμενε να φάει μια γερή κατσάδα, για μια στιγμή σάστισε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί όμως όρμηξε στην αγκαλιά της κι έχωσε το κεφαλάκι του στο ζεστό της στήθος. Αυτή χάιδεψε τρυφερά τα βρεγμένα του μαλλιά και του ψιθύρισε σιγανά στ’ αυτί, λες και του ‘λεγε κάποιο μεγάλο μυστικό.
– Ξέρεις αγάπη μου, δεν είναι κακό στη ζωή να έχουμε όνειρα κι ελπίδες. Και δεν πρέπει ν’ απογοητευόμαστε με την πρώτη αναποδιά. Πρέπει να πιστεύουμε, γιατί άμα πιστεύουμε αληθινά και με όλη μας την κάρδια όλα μπορούν να συμβούν.
– Μα, μαμά, είπε ο Ρίκος με παράπονο, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ένα αστέρι. Το είδα σου λέω. Αλλά τελικά δεν ήταν παρά μια χαζή μαύρη πέτρα. Γιατί μαμά; Γιατί;
– Ποιος ξέρει; Μπορεί απλά μέσα στο σκοτάδι να έκανες λάθος και το αστέρι να είναι ακόμα στον κήπο μας. Κοιμήσου τώρα και σου υπόσχομαι ότι το πρωί θα ψάξουμε μαζί.
– Αλήθεια μανούλα; Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου! Σ’ αγαπάω τόοοοσο πολύ! είπε ο Ρίκος ανοίγοντας τα χέρια του όσο πιο πολύ μπορούσε και μετά της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.
– Άντε ύπνο τώρα, είπε αυτή με δήθεν αυστηρό τόνο κι έσβησε το φως, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της.

Εκείνο το βράδυ ο Ρίκος είδε ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είδε τη μαύρη πέτρα, μόνο που δεν ήταν μαύρη. Ήταν χρυσή και φεγγοβολούσε. Κι ήταν ακουμπισμένη πάνω σ’ έναν ξύλινο πάγκο. Γύρω της υπήρχαν κι ένα σωρό άλλες χρυσές πέτρες. Κοίταξε τριγύρω κι είδε ότι βρισκόταν σε μια σπηλιά. Από το βάθος ερχόταν ένα έντονο φως που τρεμόπαιζε. Περπάτησε προς τα εκεί στις μύτες των ποδιών του και κρύφτηκε πίσω από έναν σταλαγμίτη. Φοβόταν λίγο, αλλά ήθελε πολύ να δει τι γινόταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έγειρε λίγο το κεφάλι στο πλάι για να κρυφοκοιτάξει. Κι αυτό που είδε τον άφησε με το στόμα ανοιχτό!

Ένας κοντός γεροδεμένος άντρας με μακριά λευκά μαλλιά και πυκνά γένια στεκόταν όρθιος μπροστά από ένα πέτρινο αμόνι. Από τη μέση και πάνω ήταν γυμνός, αλλά το στήθος του καλυπτόταν από μια δερμάτινη ποδιά που έφτανε χαμηλά ως τα πόδια του. Δίπλα του, σ’ ένα καμίνι, σιγόκαιγε φωτιά και πάνω της ήταν ξαπλωμένο ένα μαύρο αυγό, ολόιδιο με την πέτρα του Ρίκου.

Ο άντρας έπιασε το αυγό με μια λαβίδα και το ακούμπησε με προσοχή πάνω στο αμόνι. Μετά, πήρε ένα μεγάλο σφυρί και το κράτησε σφιχτά με τα δυο του χέρια. Το σήκωσε ψηλά στον αέρα και το κατέβασε με δύναμη πάνω στο αυγό. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός μεταλλικός θόρυβος και ξάφνου η σπηλιά πλημύρισε με χρυσαφένιες σπίθες. Ο άντρας επανέλαβε την ίδια κίνηση ξανά και ξανά. Μέχρι που, από τις πολλές σπίθες, η σπηλιά έμοιαζε με ουρανό γεμάτο μ’ αστέρια. Μετά από λίγο, ο άντρας σταμάτησε. Παράτησε το σφυρί και γύρισε στο πλάι για να πιάσει έναν ξύλινο κουβά. Ο Ρίκος φοβήθηκε ότι θα τον έβλεπε και κρύφτηκε. Άκουσε ένα δυνατό «πλοπ!» καθώς το αυγό βούτηξε στο κρύο νερό κι ύστερα ένα μακρόσυρτο «φσσστ» σαν το θόρυβο που κάνει ο ατμός όταν βγαίνει από την τσαγιέρα. Ο Ρίκος δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην περιέργειά του κι έτσι έγειρε ξανά το κεφάλι στο πλάι. Μόνο που αυτή τη φορά ο άντρας στεκόταν απέναντί του χαμογελαστός και κρατούσε στο ένα του χέρι ένα ολόχρυσο αυγό. Ο Ρίκος πάγωσε από φόβο.

«Μη φοβάσαι, έλα εδώ», είπε ο άντρας και με το ελεύθερο χέρι τού έγνεψε να πλησιάσει. Ο Ρίκος χωρίς να το πολυσκεφτεί πήγε κοντά του.

«Αυτό είναι δικό σου», είπε ο άντρας και του έδωσε το αυγό. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι;» Ο Ρίκος πήρε το αυγό αγκαλιά κι έγνεψε καταφατικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ή γιατί, αλλά, ναι, ήξερε πάρα πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Περπάτησε έξω από τη σπηλιά και κοίταξε τον ουρανό. Λύγισε τα πόδια και κατέβασε τα χέρια του χαμηλά για να πάρει φόρα και με μια δυνατή σπρωξιά πέταξε το αυγό στον αέρα. Κι αυτό πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, δίπλα στο φεγγάρι, ανάμεσα στ’ αστέρια. Μέχρι που έγινε κι αυτό ένα αστέρι. Ο Ρίκος ένιωσε για πρώτη φορά πραγματικά ευτυχισμένος! Ξάπλωσε στο μαλακό γρασίδι μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά και χάζευε το αστέρι του καθώς ταξίδευε μέσα στο άπειρο.

Κάποια στιγμή όμως τ’ αστέρι σταμάτησε απότομα, λες και το άρπαξε κάποιο αόρατο χέρι. Κι ύστερα άρχισε να πέφτει. Και να σβήνει. «Όχι, όχι!» ούρλιαξε ο Ρίκος κι έτρεξε για να το πιάσει. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί όλα, ο άντρας, η σπηλιά, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, έσβησαν μονομιάς.

Ο Ρίκος ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. «Η πέτρα μου,» φώναξε. «Η πέτρα μου είναι στ’ αλήθεια ένα αστέρι. Το δικό μου αστέρι.» Κι έτρεξε στο μπάνιο για να την βγάλει από τον σκουπιδοτενεκέ. Μόνο που η πέτρα δεν ήταν πια εκεί…

«Μαμάααα! Μαμάαααα!» φώναξε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.

Μετά από δυο λεπτά έφτασε η μητέρα του αλαφιασμένη και τον είδε μούσκεμα στον ιδρώτα να κλαίει πάνω από τον σκουπιδοτενεκέ.
– Ρικουλάκη μου, αγάπη μου, τι συμβαίνει; Γιατί κλαις;
– Το, το, α-αστέρι, ψέλλισε αυτός κι έδειξε τον άδειο σκουπιδοτενεκέ.
– Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Μα για να δω. Εσύ ψήνεσαι στον πυρετό. Αχ, στο είπα ότι θα κρυώσεις. Αφού το ξέρεις ότι στην κατάσταση σου πρέπει να προσέχεις. Στο έχω πει χίλιες φορές. Πάμε τώρα αμέσως να σου αλλάξω ρούχα και να κουκουλωθείς κάτω απ’ τα σκεπάσματα μέχρι να έρθει ο γιατρός.
– Μα, το αστέρι, διαμαρτυρήθηκε ο Ρίκος, εδώ ήταν.
– Δεν ξέρω τι λες. Εγώ το πρωί που άδειασα τα σκουπίδια δε βρήκα κανένα αστέρι. Σου υπόσχομαι όμως αν ξαπλώσεις στο κρεβατάκι σου και είσαι καλό παιδί να κατέβω μετά και να ψάξω στον κήπο.

Ο Ρίκος προσπάθησε ν’ αντισταθεί, αλλά η μητέρα του τον βούτηξε από τη μέση και τον πήγε σηκωτό μέχρι το κρεβάτι του. Του έβαλε στεγνές πυτζάμες και μετά τον σκέπασε μ’ ένα βαρύ πάπλωμα μέχρι σχεδόν τη μύτη του.
– Λοιπόν όπως είπαμε, του είπε κουνώντας δεικτικά το δάχτυλο, μην το κουνήσεις ρούπι από δω καημένε μου γιατί αλλοίμονό σου. Πάω κάτω να πάρω τηλέφωνο τον γιατρό και να σου ετοιμάσω κάτι ζεστό. Μετά θα έρθω να σου διαβάσω όποιο παραμύθι θέλεις. Συνεννοηθήκαμε;

Ο Ρίκος ήθελε να της πει για το αστέρι, αλλά το στόμα του ήταν φιμωμένο κάτω από τα βαριά σκεπάσματα. Έκανε να τα τραβήξει λίγο προς τα κάτω για να ελευθερωθεί, αλλά η μητέρα του τα ξανατράβηξε αμέσως πάνω και τον αγριοκοίταξε. Έτσι λοιπόν κι αυτός αποφάσισε να περιμένει. Αφουγκράστηκε προσεκτικά τα βήματά της καθώς κατέβαινε τη σκάλα και τα μέτρησε ένα-ένα. Όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας της κουζίνας ήξερε πολύ καλά ότι ήταν ώρα να δράσει. Κι έπρεπε να το κάνει γρήγορα.

Ξεγλίστρησε έξω από τα σκεπάσματα προσέχοντας όμως να μην τα ξεστρώσει, για να μπορεί μετά να ξανατρυπώσει μέσα χωρίς να φαίνεται ότι είχε βγει. Αισθάνθηκε να κρυώνει πολύ, πάρα πολύ. Φόρεσε την αθλητική του φόρμα πάνω από τη πυτζάμα. Κρύωνε όμως ακόμα κι έτσι έβαλε κι ένα πουλόβερ, κι από πάνω το μπουφάν του. Κι επειδή είχε ακούσει ότι το ανθρώπινο σώμα χάνει πολύ θερμότητα από το κεφάλι, φόρεσε και το σκουφάκι του κολυμβητηρίου. Μόνο τα πόδια του είχαν μείνει πια γυμνά. Αλλά οι παντόφλες του ήταν άφαντες. Κι όλα τα παπούτσια του, ήταν κάτω, δίπλα στην εξώπορτα. Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι κι ανακάλυψε ξεχασμένο από το καλοκαίρι ένα ζευγάρι πορτοκαλιά βατραχοπέδιλα. Το σίγουρο ήταν ότι δε μπορούσε να βγει έξω ξυπόλυτος. Κι έτσι τα πήρε μαζί του. Δεν τα φόρεσε ακόμα για να μην κάνει θόρυβο.

Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του στο ξύλινο πάτωμα μέχρι που έφτασε δίπλα στο παράθυρο. Το άνοιξε με πολύ απαλές κινήσεις κι έβγαλε έξω το κεφάλι του. Ο παγωμένος αέρας του έδωσε ένα γερό χαστούκι. Ένιωσε χίλιες βελόνες να τρυπάνε τα ζεστά μαγουλάκια του. Δεν πτοήθηκε όμως καθόλου. Κάθισε στο περβάζι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και φόρεσε τα βατραχοπέδιλα. Μετά, αγκάλιασε την υδρορροή και γλίστρησε στον κήπο. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο της κουζίνας και είδε τη μητέρα του που μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο. «Ωραία», σκέφτηκε, «δεν κατάλαβε τίποτα» και διέσχισε τον κήπο σκυφτός για να μπορεί να κρύβεται πίσω από τους θάμνους και τα λουλούδια.

Για καλή του τύχη, η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή. Βγήκε στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να τρέχει. Όπως μπορούσε βέβαια, γιατί τα βατραχοπέδιλα τον δυσκόλευαν πολύ, καθώς κι όλα τα υπόλοιπα ρούχα που φορούσε. Ένας κύριος που έκανε τζόκινγκ στο απέναντι πεζοδρόμιο κι είδε το αλλόκοτο αυτό πλάσμα τράκαρε με μια κολώνα, ενώ ένας περαστικός οδηγός τηλεφώνησε στην αστυνομία μιλώντας για εξωγήινους.

Ο Ρίκος έστριψε τη γωνία και ξεφύσησε με ανακούφιση. Ο κάδος του δήμου ήταν ακόμα γεμάτος με σκουπίδια. Άρα δεν τα είχαν μαζέψει και το αστέρι του πρέπει να ήταν εκεί. Όλο χαρά έτρεξε προς τν κάδο. Μόλις έφτασε μπροστά του, άρχισε να εξετάζει προσεκτικά το περιεχόμενό του, προσπαθώντας να εντοπίσει τη δική τους σακούλα. Δεν θα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η μητέρα του πάντα την έκλεινε μ’ έναν μεγάλο κόκκινο φιόγκο. Λες κι ήταν κάποιο ακριβό δώρο.

Κοίταξε, ξανακοίταξε και τελικά του φάνηκε πως την είδε. Ήταν πλακωμένη από κάτι μισοσκισμένες σακούλες με αποφάγια. «Μπλιαχ!» σκέφτηκε καθώς μια βαριά μπόχα χτύπησε τα ρουθούνια του. Σιχαινόταν πολύ, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει τη σακούλα, αλλά πριν καν την αγγίξει τον σταμάτησε ένα άγριο γρύλισμα. Γύρισε το κεφάλι κι είδε ένα μεγάλο αδέσποτο σκυλί που του έδειχνε απειλητικά τα μεγάλα του δόντια, ενώ σάλια έτρεχαν από το στόμα του.

Ο Ρίκος ήθελε να τρέξει, αλλά τα πόδια του είχαν κοπεί από το φόβο.

«Μούργο! Μούργο! Που στο καλό είσαι βρε Μούργο;» ακούστηκε μια φωνή. Ο σκύλος γαύγισε λες κι ήθελε ν’ απαντήσει. Ένα κοντό ανθρωπάκι με μια μακριά χιλιομπαλωμένη καμπαρντίνα κι ένα μαύρο μάλλινο σκούφο που κατέβαινε χαμηλά ως τα μάτια του, ξεπρόβαλε από τη γωνία. Το δέρμα του προσώπου του ήταν σκούρο και ρυτιδιασμένο και η μακριά λευκή γενειάδα του ανέμιζε σαν σημαία στον αέρα.

«Αμάν! Ο Μόρος», σκέφτηκε μόλις τον είδε ο Ρίκος. Όλα τα παιδιά ήξεραν τον Μόρο. Και τον φοβόταν, τον φοβόταν πολύ. Ήταν αυτός που οι μανάδες τους έλεγαν ότι θα τα πάρει αν δεν ήταν φρόνιμα ή όταν δεν έτρωγαν το φαγητό τους. Κάποιοι έλεγαν ότι κλέβει παιδιά και τα πουλάει, άλλοι ότι τα κρατάει σκλάβους σ’ ένα μπουντρούμι κι άλλοι ότι τα τρώει.

Ο σκύλος ξαναγρύλισε. Ο Ρίκος κοίταζε τώρα μια το σκύλο και μια τον Μόρο. Και δεν ήξερε ποιον από τους δύο φοβόταν πιο πολύ. Ο Μόρος πλησίασε το σκύλο κι άπλωσε το χέρι του. Ο σκύλος του το έγλυψε και κούνησε χαρούμενα την ουρά του.
– Μπα τι έχουμε εδώ; είπε με μια βροντερή βαθιά φωνή κοιτάζοντας προς τον Ρίκο. Έναν κλέφτη;

Ο Ρίκος ανοιγόκλεισε το στόμα του, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα.
– Τι έγινε μικρέ; Άργησα και σου έφαγε ο Μούργος τη γλώσσα; Μάλλον θα σε πέρασε γι’ αγριόπαπια έτσι που είσαι ντυμένος, κάγχασε ο Μόρος.
– Δε-δεν είμαι κλέ-κλεφτης, κατάφερε τελικά να ψελλίσει ο Ρίκος.
– Τότε τι κάνεις με τα σκουπίδια μου; Ε; Δεν το ξέρεις ότι τα σκουπίδια είναι δικά μου. Όλοι το ξέρουν αυτό. Έτσι, δεν είναι Μούργο;
– Ο σκύλος γαύγισε δυο φορές για να δείξει ότι συμφωνούσε.
– Τέλος πάντων, αυτή τη φορά σε συγχωρώ. Άντε πήγαινε πίσω στη μανούλα σου και μην ξαναπατήσεις εδώ. Κατάλαβες;

Ο Ρίκος άρχισε να τρέμει. Ίσως από τον πυρετό, ίσως από φόβο, ίσως κι από τα δύο. Αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
– Καλά κουφός είσαι σπόρε; Φύγε το καλό που σου θέλω, γιατί ο Μούργος είναι τρεις μέρες νηστικός.
– Δε-δε μπορώ να φύγω. Πρε-πρέπει να βρω κάτι που έχασα.
– Ότι και να’ ναι αυτό, τώρα πια είναι δικό μου. Φύγε. Είναι η τελευταία φορά που το λέω, μ’ ακούς;
– Όχι, δε φεύγω αν δεν το βρω, είπε με πείσμα ο Ρίκος που ξαφνικά είχε σταματήσει να τρέμει.
– Καλά και δε φοβάσαι;
– Φοβάμαι, αλλά δε μπορώ να φύγω. Πρέπει να το βρω.
– Ε, λοιπόν, μ’ αρέσεις, είπε ο Μόρος και η φωνή του μαλάκωσε απότομα. Μ’ αρέσεις γιατί ξέρεις τι θέλεις και είσαι έτοιμος να παλέψεις γι’ αυτό. Πολύ λίγοι άνθρωποι το κάνουν αυτό ξέρεις. Γι’ αυτό θα σου κάνω ένα δώρο. Διάλεξε όποια σακούλα θες κι εγώ θα τη βγάλω απ’ τον κάδο και θα στη δώσω. Αλλά μόνο μια, σύμφωνοι; Γι’ αυτό διάλεξε προσεχτικά. Δεν θα έχεις δεύτερη ευκαιρία.

Ο Ρίκος, που δε μπορούσε να πιστέψει την τύχη του, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ξαναεξέτασε προσεχτικά όλες τις σακούλες. Ναι, ναι, ήταν σίγουρος. Αυτός ήταν ο φιόγκος της μαμάς του.
– Αυτή, αυτή με τον κόκκινο φιόγκο, είπε κι έδειξε τη σακούλα.
– Μούργο, φέρτη, είπε ο Μόρος κι σκύλος μ’ έναν πήδο βούτηξε στον κάδο κι άρπαξε με τα δόντια του τη σακούλα. Δίχως να την σκίσει, την έβγαλε έξω και την άφησε μπροστά στα πόδια του Ρίκου.
– Για να δούμε τι θησαυρούς κρύβει μέσα, είπε ο Μόρος κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά. Κατέβασε την ατσάλινη λάμα με δύναμη πάνω στην πλαστική σακούλα και το περιεχόμενό της ξεχύθηκε στο πεζοδρόμιο.

Ο Ρίκος άρχισε να ψάχνει κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά με τα βατραχοπέδιλα. Μαζί του κι ο Μούργος, που έχωσε τη μουσούδα του στο σωρό από τα σκουπίδια. Ναι, αυτά τα σκουπίδια ήταν σίγουρα τα δικά τους. Αλλά το αστέρι, που ήταν το αστέρι;

«Ρίιιιικο», ακούστηκε η φωνή της μητέρας του καθώς έστριβε από τη γωνία, ενώ ο ηλικιωμένος γιατρός έτρεχε ξωπίσω της κρατώντας το καπέλο του για να μην του φύγει. «Ρίιιικο, που είσαι;»

Ο Ρίκος κατάλαβε ότι δεν είχε άλλο χρόνο. Έπεσε στα τέσσερα κι άρχισε να ψάχνει με τα χέρια. Μόλις τον είδε η μητέρα του έπαθε σοκ. «Ρίκο τι κάνεις μες στα σκουπίδια; Τρελάθηκες;» ρώτησε. Αλλά ο Ρίκος δε μπόρεσε ν’ απαντήσει γιατί ξαφνικά ένοιωσε τα μάτια του να βαραίνουν κι όλα έσβησαν μονομιάς.
Όταν ο Ρίκος ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν έξω από τη σπηλιά που είχε δει στ’ όνειρό του. Μόνο που τώρα ήταν μέρα. Δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε και φεγγάρι στον ουρανό. Μόνο ένας μεγάλος λαμπερός, ζεστός ήλιος. Αλλά αυτός φορούσε ακόμα τη φόρμα, το μπουφάν, το σκουφάκι και τα πορτοκαλιά βατραχοπέδιλα.
– Μα που είμαι; αναρωτήθηκε φωναχτά.
– Σπίτι, του απάντησε μια γνώριμη φωνή. Στο δικό μου σπίτι…

Ο Ρίκος γύρισε και είδε τον Μόρο. Μόνο που δε φορούσε σκούφο και καμπαρντίνα. Φορούσε μια δερμάτινη ποδιά που έφτανε χαμηλά ως τα πόδια του.
– Εσύ…, είπε ο Ρίκος.
– Ναι, εγώ, απάντησε αυτός την ώρα που ξεπρόβαλε από τη σπηλιά ο Μούργος κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά του.
– Νομίζω πως αυτό είναι δικό σου, είπε ο Μόρος και σήκωσε από το χώμα ένα μεγάλο μαύρο αυγό.
– Το αστέρι μου! Το αστέρι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο Ρίκος. Νόμιζα ότι το είχα χάσει για πάντα! Μα, που το βρήκες;
– Εκεί που το πέταξες. Στα σκουπίδια. Αυτή είναι η δουλειά μου ξέρεις. Να μαζεύω παλιά όνειρα κι ελπίδες που έχει πετάξει ο κόσμος στα σκουπίδια, να τα επισκευάζω και να τα κάνω καινούργια.
– Τα όνειρα, ποια όνειρα; Δεν καταλαβαίνω.
– Καλά λοιπόν. Θα σου εξηγήσω τότε. Τις νύχτες, κάθε αστέρι που βλέπεις να φεγγίζει στον ουρανό είναι ένα όνειρο, μια ελπίδα κάποιου ανθρώπου. Όσο πιο μεγάλο είναι το όνειρο, όσο πιο δυνατή η ελπίδα, τόσο πιο πολύ λάμπει αυτό. Κι όταν καμιά φορά ο άνθρωπος αυτός χάσει την ελπίδα του ή ξεχάσει τ’ όνειρό του, το αστέρι πεθαίνει. Πέφτει στη Γη και σβήνει. Έτσι γεννιούνται τα πεφταστέρια. Κι αυτό που απομένει τελικά είναι μια λεία μαύρη πέτρα. Να! σαν κι αυτή. Μόνο που η πέτρα αυτή εξακολουθεί να κρύβει μέσα της ένα αστέρι. Γιατί ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι καλά κρυμμένο στην καρδιά μιας κατάμαυρης πέτρας. Εγώ μαζεύω τις πέτρες αυτές και τις πελεκώ μέχρι να βρω ξανά το αστέρι που κρύβουν μέσα τους. Ύστερα, όταν κάποιος τη νύχτα κάνει μια ευχή, τις στέλνω πίσω στον ουρανό και γίνονται καινούργια όνειρα κι ελπίδες. Ελαφρώς μεταχειρισμένα βέβαια είναι η αλήθεια, αλλά φωτεινά και όμορφα σαν καινούργια, κι ακόμα καλύτερα μπορώ να σου πω.
– Μα αυτό είναι καταπληκτικό! είπε ο Ρίκος. Δηλαδή αν κάνω τώρα μια ευχή, θα στείλεις το αστέρι μου πίσω στον ουρανό και θα πραγματοποιηθεί;
– Μισό λεπτό. Εγώ δεν είπα τίποτα για πραγματοποίηση της ευχής. Μίλησα μόνο για όνειρα κι ελπίδες. Μια ευχή από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται πίστη. Και υπομονή. Πολύ υπομονή.
– Δύσκολο ακούγεται. Αλλά λέω να προσπαθήσω. Τι ευχή να πρωτοκάνω όμως; Θέλω τόσα πολλά. Θα’ θελα έχω έναν μπαμπά, να μη με λένε Φρειδερίκο αλλά Μπάμπη σαν τον άλλο μου παππού, να ζούσα σ’ ένα ωραίο καινούριο σπίτι χωρίς τρύπια σκεπή και ξεχαρβαλωμένα κεραμίδια, να μην με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά, και η μαμά μου να ήταν πιο χαρούμενη και να μην έκλαιγε ποτέ ξανά. Α, ναι και να μην αρρώσταινα τόσο συχνά, γιατί είμαστε φτωχοί και δεν έχουμε λεφτά για γιατρούς κάθε λίγο. Ή μήπως να είχαμε πολλά λεφτά; Α, μπα. Καλύτερα να μην αρρώσταινα. Τελικά δε μου φτάνει ένα αστέρι. Εγώ χρειάζομαι ολόκληρο γαλαξία.
– Ξέρεις μικρέ, καμιά φορά όταν δίνουμε κάτι, κερδίζουμε πολύ περισσότερα απ’ ότι αν το κρατήσουμε για τον εαυτό μας, είπε ο Μόρος.
– Δηλαδή; Πάλι δεν κατάλαβα, είπε ο Ρίκος. Εξήγη…
– Ρίικο! Ρίιικο! ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της μητέρας του.
– Δεν το πιστεύω! είπε ο Ρίκος. Πως τα κατάφερε να με βρει ακόμα κι εδώ; Γύρισε να κοιτάξει τον Μόρο μήπως κι είχε κάποια ιδέα, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Ούτε ο Μούργος. Ούτε και η σπηλιά. Ο ήλιος άρχισε να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο μέχρι που όλα έγιναν φως.

Ο Ρίκος άνοιξε τα μάτια του και είδε θολά το πρόσωπο της μητέρας του. «Μωράκι μου, μωράκι μου, ξύπνησες», του είπε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.

Ο Ρίκος αισθάνθηκε ολόκληρο το σώμα του μουδιασμένο. Κάτι σα μεγάλη διάφανη βεντούζα ήταν κολλημένο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό του και κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του. Ανέπνευσε με δυσκολία. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και είδε ένα σωρό σωληνάκια να κατεβαίνουν από ψηλά και να καταλήγουν σε διάφορα μέρη του σώματός του. Παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, τρόμαξε.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε μια στρουμπουλή νοσοκόμα.
– Γεια σου Ρίκο, θα στο βγάλω για λίγο – αλλά μόνο για λίγο, εντάξει; είπε και του έβγαλε τη μάσκα από το πρόσωπο.

Ο Ρίκος πήρε μια βαθιά ανάσα.
– Ο Μόρος μαμά; Τι έγινε ο Μόρος; ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.
– Όνειρο έβλεπες μικρό μου. Όνειρο.
– Όχι, όχι τώρα. Πριν, στα σκουπίδια.
– Ποια σκουπίδια μωράκι μου; Μόνος σου ήσουν όταν σε βρήκαμε. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Θα τον είχα δει.
– Πως κανείς; Αφού ήταν ο Μόρος κι ο Μούργος.
– Ποιος Μόρος Ρίκο μου, αυτά είναι παραμύθια που λένε στα μικρά παιδιά για να τρώνε το φαγητό τους.
– Μα, αφού τον είδα…
– Καλά, καλά, εντάξει ηρέμησε τώρα. Πρέπει να ξεκουραστείς. Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω αυτό που κάνω, αλλά κοίτα τι σου έχω εδώ…

Η μητέρα του Ρίκου άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα κρυφά, προσέχοντας μην την δει η νοσοκόμα, το μαύρο αυγό.
– Το αστέρι μου! Το αστεράκι μου! είπε ο Ρίκος μόλις το είδε. Άπλωσε το χέρι για το πιάσει, αλλά τον σταμάτησε ένα σωληνάκι που ήταν καρφωμένο πάνω του. Που το βρήκες;
– Μα εκεί που το είχες αφήσει. Δίπλα στο μαξιλάρι σου. Μη μου κάνεις εμένα τον ανήξερο. Ξέρεις ότι σου είχα πει να μην το πάρεις στο κρεβάτι σου, αλλά μην ανησυχείς. Δε θα σε μαλώσω. Είδα ότι το έπλυνες πολύ καλά και είναι πεντακάθαρο. Πες μου μόνο καρδούλα μου, τι έκανες στα σκουπίδια; Και πως στο καλό βρέθηκες εκεί; Και τι ήταν αυτά που φορούσες, ε;

Αντί γι’ απάντηση, ο Ρίκος έκλεισε τα μάτια κι έκανε ότι αποκοιμήθηκε. Ήξερε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει από τις ερωτήσεις της μητέρας του. Μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, την είδε να κρύβει το αυγό κάτω από το κρεβάτι του και μετά να βγαίνει δακρυσμένη από το δωμάτιο σέρνοντας αργά τα πόδια της.

– Έι, ψιτ! Άκουστηκε μια αδύναμη φωνούλα, μόλις η πόρτα έκλεισε.

Ο Ρίκος άνοιξε τα μάτια και ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνος! Λίγο πιο κει υπήρχε άλλο ένα μεταλλικό κρεβάτι. Πάνω του ήταν ξαπλωμένο ένα μικροκαμωμένο παιδάκι που κοίταζε προς το μέρος του. Το πρόσωπό του ήταν πολύ χλωμό και το δέρμα του λευκό σαν το χιόνι. Το στήθος του ήταν γεμάτο με μεταλλικούς δίσκους και πολύχρωμα καλώδια. Θα πρέπει να είχαν πάνω-κάτω την ίδια ηλικία.
– Γεια, με λένε Μπάμπη, του είπε κι ο Ρίκος ένιωσε ένα τσιμπηματάκι ζήλιας να κεντά την καρδούλα του.
– Εμένα Ρίκο. Εσύ γιατί είσαι εδώ;
– Γιατί δεν έχω καλή καρδιά.
– Δεν έχεις καλή καρδιά; Δηλαδή είσαι κακός;
– Όχι, όχι. Είναι χαλασμένη. Κι έχω ένα μηχάνημα που τη βοηθάει να κάνει τη δουλειά της. Αλλά όχι για πολύ. Αν δε βρεθεί κάποιος να μου δώσει την καρδιά του σύντομα θα πεθάνω. Δε μου το λένε εμένα βέβαια αυτό, αλλά τις προάλλες έκανα ότι κοιμόμουν και κρυφάκουσα το γιατρό που το έλεγε στο μπαμπά μου. Αχ, πόσο θα ’θελα να ’χα μια γερή καρδιά. Αυτό μόνο και τίποτα άλλο στον κόσμο!

Πολύ στεναχωρήθηκε ο Ρίκος με αυτό που άκουσε. Δεν ήξερε τι να πει. Κι έτσι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μέχρι που του ήρθε μια ιδέα!
– Κάτω από το κρεβάτι μου είναι μια μαύρη πέτρα. Τη βλέπεις;
– Αυτή που έκρυψε η μαμά σου;
– Ναι, αυτή. Δεν είναι πέτρα. Είναι ένα αστέρι. Και απ’ ότι φαίνεται εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα τι να την κάνεις. Γι’ αυτό θέλω να στη χαρίσω. Από τώρα είναι δική σου.
– Δική μου; Και τι να την κάνω; ρώτησε απορημένος ο Μπάμπης.
– Θα σου εξηγήσω, είπε ο Ρίκος κι άρχισε να του διηγείται όσα είχαν γίνει μέχρι τότε. Μα, λίγο πριν τελειώσει την ιστορία του, ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν...

– Πάλι εσύ εδώ; είπε ο Μόρος μόλις τον είδε στην είσοδο της σπηλιάς, ενώ ο Μούργος έτρεξε κοντά του και του έγλυψε το χέρι.
– Αυτή τη φορά ήρθα μ’ ένα φίλο μου, είπε ο Ρίκος κι έδειξε προς τη μεριά του Μπάμπη που κρατούσε αγκαλιά το μαύρο αυγό.
– Μπα τι βλέπω; Τι είναι αυτό που κρατάει; Αυτό δεν ήταν δικό σου; ρώτησε δήθεν απορημένος ο Μόρος.
– Ναι, ήταν. Αλλά όχι πια. Ο φίλος μου νομίζω ότι το χρειάζεται περισσότερο από μένα.
– Τότε ας μην χάνουμε άλλο χρόνο. Πάμε όσο το φεγγάρι είναι ακόμα ψηλά, είπε ο Μόρος και ξεκίνησε με γοργό βήμα.

Τα παιδιά τον ακολούθησαν χωρίς να μιλάνε. Περπάτησαν για λίγη ώρα στο νυχτερινό τοπίο μέχρι που έφτασαν στο ψηλότερο σημείο ενός λόφου.
– Εδώ είμαστε, είπε ο Μόρος και κάθισε σ’ ένα βράχο. Άντε λοιπόν, μην καθυστερείτε.

Ο Ρίκος και ο Μπάμπης έπιασαν το αυγό μαζί. Λύγισαν ταυτόχρονα τα πόδια τους και κατέβασαν τα χέρια τους χαμηλά για να πάρουν φόρα. Με μια δυνατή σπρωξιά πέταξαν το αυγό στον αέρα. Κι αυτό πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, δίπλα στο φεγγάρι, ανάμεσα στ’ αστέρια. Μέχρι που έγινε κι αυτό ένα αστέρι.

Τα δυο παιδιά ξάπλωσαν δίπλα-δίπλα στο μαλακό γρασίδι μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά και χάζευαν τ’ αστέρι καθώς ταξίδευε μέσα στο άπειρο.

Κάποια στιγμή, ο Ρίκος ανήσυχος, γύρισε προς τον Μόρο και τον ρώτησε:
– Τι θα γίνει; Θα μείνει εκεί ψηλά ή θα ξαναπέσει πάλι;
– Βασικά από εσάς εξαρτάται, του απάντησε αυτός, αλλά πιστεύω ότι αυτή τη φορά θα μείνει εκεί για τα καλά.
– Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, είπε ο Μπάμπης. Ο μπαμπάς μου θ’ ανησυχεί.
– Εγώ δεν έχω μπαμπά, είπε ο Ρίκος. Έφυγε λίγο πριν τα πρώτα μου γενέθλια.
– Κι εγώ δεν έχω μαμά, είπε ο Μπάμπης. Έφυγε μόλις γεννήθηκα.
– Έφυγε; Και που πήγε;
– Στον Παράδεισο. Έτσι λέει ο μπαμπάς. Εσένα ο μπαμπάς σου που πήγε;
– Δεν ξέρω, αλλά, απ’ ότι λέει η μαμά μου, σίγουρα όχι στον Παράδεισο.
– Τέλος πάντων, άντε πάμε, είπε ο Μπάμπης.
– Μισό λεπτό! τους σταμάτησε ο Μόρος. Πριν φύγετε χρειάζομαι κάτι.

Έβγαλε ένα μικρό ασημένιο ψαλίδι από την τσέπη της ποδιάς και πλησίασε τον Ρίκο.
– Μα τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε ο Ρίκος κάπως τρομαγμένος.
– Μην ανησυχείς μικρέ, δεν είναι τίποτα. Χρειάζομαι μόνο μια μπούκλα από τα μαλλιά σου.
– Και γιατί παρακαλώ;
– Είναι μια συνήθεια που έχω από τα παλιά. Πες πως είναι ένα ενθύμιο.
– Ενθύμιο; Γιατί; Δε θα σε ξαναδώ;

«Κυρία Γεωργίου! Κυρία Γεωργίου!» φώναξε ο πατέρας του Μπάμπη μόλις την είδε στο διάδρομο και πήγε προς το μέρος της. Πήρε τα χέρια της που έτρεμαν μέσα στα δικά του και τα φίλησε μ’ ευγνωμοσύνη.
– Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω! Αυτό που κάνατε για το παιδί μου…

Η μητέρα του Ρίκου τράβηξε τα χέρια της και χαμήλωσε το βλέμμα. Τώρα έκλαιγαν και οι δύο.
– Θέλω να ξέρετε ότι από σήμερα το παιδί μου, είναι και δικό σας παιδί. Καταλαβαίνω ότι ο πόνος σας είναι πολύ μεγάλος, αλλά τουλάχιστον σκεφτείτε ότι ένα κομμάτι του εξακολουθεί να ζει.
– Πρε-πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε ίσως κάποια άλλη στιγμή…

Η μητέρα του Ρίκου έφυγε τρέχοντας σαν κυνηγημένη. Διέσχισε με μεγάλα βήματα το διάδρομο και μόλις που πρόλαβε να μπει στο ασανσέρ πριν κλείσουν οι αυτόματες πόρτες. Όταν αυτό άρχισε να κινείται, πάτησε το κόκκινο κουμπί και το σταμάτησε ανάμεσα σε δυο ορόφους. Ακούμπησε το κεφάλι στο κρύο μέταλλο και ξέσπασε σε λυγμούς.

Εκεί που δεν το περίμενε, κάποιος την ακούμπησε απαλά στον ώμο. Αυτή τρόμαξε. Ήταν σίγουρη πως το ασανσέρ ήταν άδειο. Έστριψε το κεφάλι και είδε έναν ηλικιωμένο νοσοκόμο. Ήταν αρκετά κοντός με πρόσωπο σκούρο και ρυτιδιασμένο, κρυμμένο πίσω από πυκνά λευκά γένια. Ένα παράξενο φως ξεπρόβαλε από την τσέπη της πράσινης φόρμας του.

Για κάποιο περίεργο, ανεξήγητο λόγο, αισθάνθηκε πολύ οικεία μαζί του. Σα να γνωρίζονταν από καιρό.
– Έχασα το παιδί μου. Το αστέρι μου. Για πάντα…, του είπε με παράπονο, ανάμεσα σε αναφιλητά.

Κι αυτός, την πήρε στην αγκαλιά του, της χάιδεψε με πατρική στοργή τα μαλλιά και της είπε:
– Μη στεναχωριέσαι κόρη μου. Ένα αστέρι είναι πάντα ένα αστέρι ακόμα κι αν είναι κρυμμένο μέσα σ’ ένα άλλο σώμα…

ΤΕΛΟΣ

Σημείωση: Στην Ελληνική μυθολογία και στα Ομηρικά ποιήματα, ο «Μόρος» ταυτίζεται με το πεπρωμένο. Είναι γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός με τις Μοίρες, τον Ύπνο, τα Όνειρα και τον Θάνατο. Κάποιες φορές με το όνομα αυτό αναφέρεται ο θεός του θανάτου (mors στα Λατινικά), ο οποίος, κατά την παράδοση, έκοβε μια μπούκλα από τα μαλλιά αυτού που θα πέθαινε. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα μείρομαι (λαμβάνω το μερίδιό μου, λαμβάνω δια κλήρου, μοιράζω, διαιρώ, χωρίζομαι).

16 Φεβ 2009

Μπλακ άουτ


Πηγή εικόνας

Φως. Σιχαίνομαι το φως. Το φως είναι φυλακή. Το σκοτάδι ελευθερία. Μια μικρή κάμαρα πλημυρισμένη με φως μοιάζει κελί. Οι τοίχοι κλείνουν σα μέγγενη γύρω σου και σε πνίγουν. Το ταβάνι κρέμεται απειλητικά πάνω από το κεφάλι σου έτοιμο να σε κατασπαράξει. Οι ανακλάσεις σου πληγώνουν τα μάτια. Φρίκη. Αν κλείσεις όμως τα πατζούρια και τραβήξεις τις κουρτίνες, ο χώρος διαστέλλεται ώσπου ν’ αγγίξει το άπειρο. Τα όρια σβήνουν.

Μια γυναίκα στο μισοσκόταδο είναι η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Το μυαλό γεμίζει τα κενά με ομορφιά, μέχρι που να ’ρθει το καταραμένο το φως και να ξεμπροστιάσει ξεδιάντροπα κάθε ασχήμια. Μια στραβή μύτη, ένα μεγάλο κώλο, δυο αξύριστα πόδια, σπυριά στο πρόσωπο.

Σκοτάδι και όνειρο είναι λέξεις ταυτόσημες. Κι ελπίδα ακόμα. Το φως είναι το κύμα που τ’ όνειρο το σβήνει και την ελπίδα την παίρνει μαζί του μακριά.

Οι πιο πολλοί άνθρωποι φοβούνται το σκοτάδι. Αρχίζουν να βλέπουν φαντάσματα, δαίμονες και τελώνια. Εγώ πάλι, πιστεύω ότι καθένας βλέπει αυτά που κουβαλά μέσα του. Στο φως μπορείς να δεις μόνο το είδωλό σου – τίποτα παραπάνω. Το σκοτάδι είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Γι’ αυτό μάλλον το φοβούνται τόσο…

Οι περισσότερες θρησκείες ισχυρίζονται ότι το φως είναι ο Θεός και πως ο Διάβολος λατρεύει το σκοτάδι. Τότε λοιπόν γιατί τον Διάβολο τον λένε Εωσφόρο; Γιατί αυτός που έφερε στον κόσμο το φως δεν είναι ο Θεός, αλλά ο χειρότερος εχθρός του;

Η αλήθεια χάνεται στου χρόνου τα μονοπάτια, μα εγώ την έμαθα – από πού δεν μπορώ να αποκαλύψω, ούτε καν να σκεφτώ γιατί Αυτός θα τους βρει και θα τους τελειώσει.

Το φως είναι το σαράκι που φύτεψε ο Σατανάς στην καρδιά της Δημιουργίας για να την κατατρώει ύπουλα μέρα με τη μέρα. Κι είναι τόσο πανούργος που τους έκανε όλους να πιστέψουν ότι ήταν δώρο θεϊκό. Μάστορας τρομερός καθώς είναι, το ’φτιαξε με τέχνη περίσσεια. Το σφυρηλάτησε με κομμάτια από του χρυσού την ψυχή και το στόλισε με ιριδισμούς μαγευτικούς και γλυκιά θαλπωρή. Θαμπώθηκαν οι βλάκες οι άνθρωποι σαν το είδαν και το υποδέχτηκαν με τιμές και μεγαλεία. Μέχρι που σα θεό άρχισαν να το προσκυνούν και να θυσιάζουν ή ακόμη και να θυσιάζονται για χάρη του. Μ’ αυτό λοιπόν το τέχνασμα φρόντισε ο Έκπτωτος ν’ αντλεί δύναμη από τους εχθρούς του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τους έβαλε να πολεμάνε το σκοτάδι, που ‘ναι ο Θεός ο ίδιος. Γιατί, αν ρίξεις μια καλή ματιά στο σύμπαν, σκοτάδι θα δεις παντού και όχι φως. Τα λιγοστά φώτα δεν είναι παρά οι πληγές που έχει καταφέρει ο Διάβολος στου Θεού το κορμί.

Μα δε θα το αφήσω εγώ αυτό να συνεχιστεί για πάντα. Όχι τώρα που ξέρω.

Πριν δεκαεφτά χρόνια, όταν παρέκλινα από την πορεία μου για τον Άρη, όλοι πίστεψαν πως έγινε κάποιο λάθος. Ανθρώπινο ή μηχανικό δεν κατάφεραν ποτέ να βγάλουν άκρη. Κι ύστερα, όταν διακόπηκε η επικοινωνία νόμισαν πως ήμουν νεκρός. Αλλά εγώ είχα ένα σχέδιο. Όλοι έχουν.

Τα περισσότερα ουράνια σώματα είναι σκοτεινά. Επειδή τα έπλασε ο Θεός. Μόνο ο Ήλιος γεννά φως. Γιατί εκεί είναι η πηγή του Κακού. Η καρδιά του Κτήνους. Αυτός είναι κι ο τελικός προορισμός μου κι όπου να ’ναι φτάνω.

Το διαστημόπλοιο δε θ’ αντέξει για πολύ ακόμα. Η θερμοκρασία αυξάνεται συνεχώς. Τα όργανα τρελαίνονται. Οι μηχανές έχουν καταστραφεί, αλλά δεν τις χρειάζομαι πια. Είμαι όσο κοντά χρειάζεται. Η έκρηξη δε θα’ ναι μεγάλη, μα θα ξεκινήσει την αλυσιδωτή αντίδραση που θα επιταχύνει το Τέλος. Κάνω τον ίδιο υπολογισμό ξανά και ξανά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είναι σωστός. Είμαι σίγουρος.

Ξέρω καλά πως αυτός ο ήλιος είναι μόνο ένας από τους πολλούς. Αυτό λοιπόν που κάνω δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Μια πρώτη λαβωματιά που θ’ αποδείξει ότι το Θηρίο μπορεί να νικηθεί. Ελπίζω ότι μετά από μένα θ’ ακολουθήσουν κι άλλοι. Γι’ αυτό άλλωστε έσπασα τη σιωπή μου κι εκπέμπω αυτό το τελευταίο μήνυμα. Τώρα γνωρίζετε όλοι. Το φως πρέπει επιτέλους να σβήσει.

Εκκίνηση αντίστροφης μέτρησης: 5...4...3...2...1...και εγένετο σκότος…

6 Φεβ 2009

Think!



Το πρώτο μου πειραματικό βιντεάκι!

3 Φεβ 2009

Ο Ταξιδιώτης


Πηγή εικόνας

«Καλημέρα Μπόρις!» μου φώναξε από μακριά το κορίτσι από τον πάγκο με τα καλλυντικά και κούνησε μ’ ενθουσιασμό το χέρι για να με χαιρετήσει. Εγώ απλά της έγνεψα σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι, αφού και τα δυο χέρια μου ήταν πιασμένα. Μια ελαφρώς ξεχαρβαλωμένη πάνινη βαλίτσα στο ένα κι ένα διαφημιστικό σακ βουαγιάζ – προσφορά από κάποιο περιοδικό – στο άλλο.

Έριξα μια βιαστική ματιά στο ρολόι που κρεμόταν από το ταβάνι του τέρμιναλ και συνειδητοποίησα ότι ήμουν αργοπορημένος – κάτι που δεν το συνηθίζω. Η πτήση για Λονδίνο έφευγε στις δέκα παρά πέντε και ήταν ήδη εννιάμιση. Θα έπρεπε να είχα περάσει από τον έλεγχο εισιτηρίων τουλάχιστον πριν από είκοσι λεπτά. Άνοιξα το βήμα. Ήμουν κάπως βαριά ντυμένος – είχα διαβάσει στο Ίντερνετ ότι έκανε ψοφόκρυο αυτήν την εποχή στη Βρετανία. Ένιωθα το σώμα μου να βράζει κάτω από το μάλλινο πουλόβερ. Μερικές σταγόνες ιδρώτα ξεπρόβαλαν σαν πρωινές δροσοσταλίδες πάνω στο μέτωπό μου.

Αγνόησα το ασανσέρ και τις κυλιόμενες σκάλες και άρχισα να ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλιά. Κάθε σκαλί που ανέβαινα, αυξάνονταν οι παλμοί της καρδιάς μου. Ένιωσα τη φλέβα στο κούτελό μου να χτυπά ξέφρενα σα ταμπούρλο. Ευτυχώς τουλάχιστον που οι αποσκευές μου δεν ήταν βαριές.

Έφτασα στην κορυφή αγκομαχώντας. Σταμάτησα και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,» καθησύχασα τον εαυτό μου, «το ξέρουν όλοι ότι σήμερα ταξιδεύω για Λονδίνο, τους ειδοποίησα χτες επιστρέφοντας από Λισσαβώνα. Δε μπορεί, εμένα θα με περιμένουν. Αυτήν την πτήση δεν πρέπει να τη χάσω.»

Άρχισα να τρέχω. Οι αποσκευές μπλέκονταν συνέχεια στα πόδια μου. Φτάνοντας στο γκισέ της διακεκριμένης θέσης, σκόνταψα στη βαλίτσα μου και σωριάστηκα πάνω στο κόκκινο χαλί. Σήκωσα τα μάτια με αγωνία. Πάγωσα! Δεν ήταν κανείς εκεί...

«Έι, Φάμπιο!» άκουσα να λέει τραγουδιστά μια οικεία φωνή πίσω από την πλάτη μου. «Τι κάνεις εκεί κάτω; Το έριξες στην ξάπλα;»

Δίχως να σηκωθώ, γύρισα το κεφάλι. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν δυο στρογγυλά γόνατα. Το ένα ελαφρώς κοκκινισμένο. Το βλέμμα μου ακολούθησε τη γραμμή των ποδιών που χάνονταν λίγο πιο πάνω, κάτω από μια κοντή μπλε φούστα με κίτρινη ρίγα στο πλάι.

«Τι κοιτάς εκεί πονηρούλη; Σήκω πάνω,» άκουσα, κι ένα λεπτοκαμωμένο χέρι ξεδιπλώθηκε μπροστά στο πρόσωπό μου. Στον αντιχείρα ήταν περασμένο ένα ασημένιο σκαλιστό δαχτυλίδι, ενώ στο κάτω μέρος του καρπού υπήρχε ένα μικροσκοπικό τατουάζ – ένα πεφταστέρι.

«Σύλβια,» σκέφτηκα κι ένιωσα μια γλυκιά ρίγη να με διαπερνά σαν μικρό ηλεκτροσόκ. Έπιασα τρυφερά με το ένα μου χέρι το δικό της και χρησιμοποίησα το άλλο για στήριγμα.

Στάθηκα μια στιγμή απέναντί της και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά. Ούτε ψηλή, ούτε κοντή. Ούτε λεπτή, ούτε χοντρή. Ακριβώς όπως πρέπει. Μαλλιά κοντά ως το σβέρκο, ξανθά. Μάτια γαλάζια, σχεδόν παιδικά που όταν σε κοιτούν σε αναγκάζουν να στρέψεις αλλού το βλέμμα. Χείλη πλούσια, σαρκώδη – σε κάνουν να ζηλεύεις κάθε λέξη που τ’ αγγίζει καθώς βγαίνει από μέσα τους. Αχ, και να ’μουν για μια στιγμή μια λέξη, μια τόση δα λεξούλα πάνω σ’ αυτά τα χείλη – ακόμη κι ένα «αντίο» ή έστω ένα «μη».

«Άργησες σήμερα κι ανησυχήσαμε,» είπε η Σύλβια τη στιγμή που το βλέμμα μου βυθιζόταν στο σημείο πάνω από το τελευταίο κλειστό κουμπί του πουκαμίσου της.

Έβγαλε από την τσέπη του ταγιέρ της μερικά χαρτιά και τα κούνησε επιδεικτικά, αποσπώντας την προσοχή μου από το πλούσιο μπούστο της. «Όπως βλέπεις δε σε ξέχασα. Έτοιμα στα έχω όλα. Κοίτα! Σου κράτησα την αγαπημένη σου θέση, 1Α. Άφησε τα πράγματά σου εδώ και θα τα φροντίσω εγώ. Εσύ μόνο βιάσου, γιατί σε περιμένει ένα σωρό κόσμος. Άντε, καλό ταξίδι!»

Έσκυψε προς το μέρος μου κι ένιωσα το άρωμά της να ποτίζει το σώμα μου σα φθινοπωρινή βροχή. Άρωμα αεροδρομίου, ανάμεικτο με μικρές δόσεις ελευθερίας, ανείπωτων υποσχέσεων και ανεκπλήρωτων ονείρων. Μου έδωσε ένα υγρό φιλί κοντά στο αυτί. Μετά, μου έβαλε τα εισιτήρια στην τσέπη κι έκανε ένα βηματάκι πίσω. Με κοίταξε διερευνητικά από την κορφή ως τα νύχια, μου ίσιωσε λίγο την καμπαρντίνα στους ώμους και μου έσφιξε τον κόμπο της γραβάτας. «Κούκλος είσαι! Άντε βιάσου τώρα!» είπε και μου έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι στον ποπό. Εγώ δεν μπορούσα να βρω κάτι έξυπνο να πω κι έτσι απλά γύρισα την πλάτη κι έφυγα σαν υπνωτισμένος.

Ούτε κατάλαβα πότε έφτασα στον έλεγχο χειραποσκευών. Από τον προσωρινό μου λήθαργο με έβγαλε το ξέφρενο «μπιπ, μπιπ» του μηχανήματος. Κοντοστάθηκα κι έκανα να γυρίσω πίσω για να ξαναπεράσω. «Μην ανησυχείς Ντομινίκ,» με σταμάτησε ο υπεύθυνος ασφαλείας. «Ξέρω ότι είσαι ΟΚ. Μπορείς να πηγαίνεις. Καλό ταξίδι.»

Έγνεψα ευχαριστώ και προχώρησα βιαστικά προς την πύλη μου. Έξω από τη μεγάλη τζαμαρία είδα το αεροπλάνο που το έλουζε η καταρρακτώδης βροχή. Ένα πανέμορφο Boeing 737-400. Μήκος 36,45 μ., ύψος 11,1 μ., άνοιγμα πτερυγίων 28,88 μ., κινητήρες CFM56-3C1, ταχύτητα ταξιδιού 830 χλμ./ώρα, μέγιστη αυτονομία 4,5 ώρες/4.700 χμ., χωρητικότητα 156 επιβάτες.

Γνωρίζω τα πάντα για τ’ αεροπλάνα. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πληροφορία. Όχι, δεν είμαι μηχανικός αεροσκαφών ή κάτι τέτοιο. Απλά τα τελευταία δέκα χρόνια ταξιδεύω κάθε μέρα. Μερικές φορές και δυο φορές τη μέρα. Σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τ’ αεροπλάνο ήταν σταματημένο στη μέση της πίστας. Είχαν ήδη απομακρύνει την πίσω σκάλα, αλλά η μπροστινή ήταν ακόμα στη θέση της. «Για μένα,» σκέφτηκα και, μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, προχώρησα στην έξοδο.

«Καλώς ’τόνε κι ας άργησε,» με πείραξε η αεροσυνοδός εδάφους μόλις με είδε. Ήταν η Έλεν. Πιο μεγάλη σε ηλικία και σίγουρα όχι τόσο όμορφη όσο η Σύλβια, αλλά εξίσου γλυκιά και καλή μαζί μου. Έτεινα το εισιτήριο προς το μέρος της.

«Διαβατήριο παρακαλώ;» με ρώτησε με ψυχρό, τυπικό ύφος. Εγώ τα ’χασα κι άρχισα να ψάχνω τις τσέπες μου.
«Σε ψάρωσα ε;» γέλασε η Έλεν. «Αχ και να ’βλεπες τη φάτσα σου!»

Γέλασα αμήχανα. Δε μ’ αρέσει καθόλου να με πιάνουν κοροΐδο. Από την άλλη βέβαια, μ’ αρέσει να κάνω τις γυναίκες να γελάνε. Ιδιαίτερα τη Σύλβια. Κάπου διάβασα, ότι στις γυναίκες αρέσουν οι άντρες που τις κάνουν να γελούν. Η Έλεν θα πρέπει να με γουστάρει τρελά. Όλο με πειράζει. Ίσως επιστρέφοντας από κάποιο ταξίδι να της ζητήσω να βγούμε. Όχι γιατί θέλω να συμβεί κάτι μεταξύ μας. Μόνο και μόνο για να κάνω τη Σύλβια να ζηλέψει.

Πήρα το απόκομμα και βγήκα έξω. Παρόλο που έβρεχε δεν υπήρχε κάποιο αυτοκίνητο να με περιμένει. Μόνο ο Αμίρ, ο μελαψός σεκιουριτάς μισοκρυμμένος κάτω από μια τεράστια μαύρη ομπρέλα. «Γεια σου Τζακ. Υπέθεσα ότι θα προτιμούσες να περπατήσεις» μου είπε και μου έκανε νόημα να μπω κι εγώ κάτω από την ομπρέλα.

Περπατήσαμε μες στη βροχή, ο ένας κολλημένος σχεδόν πάνω στον άλλο, προσπαθώντας ν’ αποφεύγουμε τις λακκούβες. Είχε πολύ πλάκα. Έμοιαζε σαν κάποιο αυτοσχέδιο παιδικό παιχνίδι. Όταν φτάσαμε στη βάση της σιδερένιας σκάλας, ο Αμίρ φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν του και μου έδωσε την ομπρέλα. «Κράτα τη, θα σου χρειαστεί. Καλό ταξίδι!»

Του έσφιξα το χέρι κι ανέβηκα στη σκάλα. Καθώς πλησίαζα στο άνοιγμα της πόρτας αισθάνθηκα τη γλυκιά θαλπωρή της καμπίνας που ξεχυνόταν μέσα στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Όταν έφτασα στην κορυφή, η μυρωδιά φρεσκοφτιαγμένου καφέ και ζεστών κρουασάν χτύπησε τα ρουθούνια μου. Το στομάχι μου γουργούρισε. Μες στη βιασύνη μου δεν είχα προλάβει να φάω πρωινό.

Μια πιτσιρίκα αεροσυνοδός με μελιά μάτια με περίμενε λίγο πιο μέσα από την πόρτα, προσπαθώντας να καλυφθεί από τις ριπές της βροχής που έσπρωχνε ο αέρας προς το μέρος της. «Δεν την έχω ξαναδεί αυτή, πρέπει να είναι καινούργια» σκέφτηκα, «ευκαιρία για μια νέα γνωριμία». Έκλεισα την ομπρέλα και μπήκα στο αεροπλάνο σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι.

Τα πρόσωπά μας ήρθαν πολύ κοντά. Την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια και είπα: «Καλημέρα, με λένε Άρθουρ. Εσένα;»

-------------

Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο ακόμα έβρεχε. Βγήκα στη σκάλα, αλλά δεν άνοιξα την ομπρέλα. Μου άρεσε η αίσθηση της βροχής πάνω στο πρόσωπό μου. Μέσα από το αεροπλάνο, η Κάθριν, η αεροσυνοδός με τα μελιά μάτια, μου έκλεισε το μάτι και με χαιρέτησε. Κατέβηκα με αργό βήμα τα σκαλιά. Άλλο ένα ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του.

Κοίταξα προς το τέρμιναλ και είδα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου η Έλεν, κρατώντας ένα αδιάβροχο. Ώσπου να κατέβω, είχε φτάσει κοντά μου.

«Καλά τρελός είσαι και δεν ανοίγεις την ομπρέλα σου με τέτοια καταιγίδα;» με μάλωσε και με κουκούλωσε με το αδιάβροχο.
«Γεια σου Έλεν,» είπα. «Μόλις γύρισα!»
«Το ξέρω, το ξέρω. Πάντα γυρνάς.»

Μπήκαμε στην αίθουσα των αφίξεων. Ο κόσμος συνωστιζόταν γύρω από τις κυλιόμενες ταινίες αποσκευών, σα μέλισσες γύρω από την κυψέλη τους. Το στομάχι μου γουργούρισε.
«Νηστικός είσαι;» ρώτησε η Έλεν.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Η Έλεν πέρασε το μπράτσο της μέσα από το δικό μου και με τράβηξε με δύναμη. «Πάμε στην καφετέρια. Έχω μισή ώρα κενό μέχρι την επόμενη πτήση. Κερνάω!»

Οι τελωνιακοί μας χαιρέτησαν αδιάφορα καθώς περνούσαμε τις αυτόματες πόρτες. Ανοίξαμε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που περίμενε έξω από την αίθουσα και ακολουθήσαμε τη διαδρομή προς την καφετέρια. Σταματήσαμε μπροστά στις κυλιόμενες σκάλες.
«Ναι ξέρω,» είπε η Έλεν. «Δεν σε πειράζει αν εγώ...» κι έδειξε την κυλιόμενη σκάλα.
Έγνευσα «όχι» κι άρχισα ν’ ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Η Έλεν φρόντιζε να είναι πάντα δίπλα μου κατεβαίνοντας όποτε χρειαζόταν κάποιο σκαλοπάτι της κυλιόμενης σκάλας.

«Να! Έχει ένα άδειο τραπέζι, εκεί στο βάθος. Κάθισε εσύ κι εγώ θα σου φέρω πρωινό,» είπε η Έλεν και χάθηκε μέσα στον κόσμο.

Πριν προλάβω να καθίσω, άκουσα μια φωνή. «Φάμπιο, Φάμπιο, έλα γρήγορα!»
Ήταν η Σύλβια. Βρισκόταν στην άλλη άκρη της καφετέριας και μου έκανε νόημα να πάω εκεί. Χωρίς να το πολυσκεφτώ σηκώθηκα και πήγα κοντά της. Μόλις πλησίασα, με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Σου έχω μια μεγάλη έκπληξη! Έλα μαζί μου».

Οι παλμοί μου ανέβηκαν κατακόρυφα. Ένιωσα ένα κάψιμο χαμηλά στο υπογάστριο. Χωρίς να μιλήσω, γύρισα και κοίταξα προς το σημείο που πριν από λίγο είχε χαθεί η Έλεν. Η Σύλβια κατάλαβε. «Μην ανησυχείς για την Έλεν, ξέρει. Θα την ειδοποιήσω από τον ασύρματο να έρθει να μας βρει.»

Αφήσαμε πίσω μας την πολύβουη καφετέρια και κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι της διακεκριμένης θέσης. Λίγα μέτρα πριν φτάσουμε, κάναμε μια απότομη στροφή ενενήντα μοιρών και στριμωχτήκαμε σ’ ένα στενό διάδρομο. Μπροστά μας ήταν μια μπλε πόρτα. Η Σύλβια την ξεκλείδωσε και περάσαμε μέσα. Ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Υπήρχαν μόνο δυο ράντζα και μια ξύλινη καρέκλα.

«Πάω στοίχημα ότι δεν έχεις ξανάρθει ποτέ εδώ,» είπε η Σύλβια. «Είναι η καβάτζα μας για τις δύσκολες ώρες. Ή όποτε κάτσει κάτι καλό...» συμπλήρωσε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Μη στέκεσαι έτσι σαν κούτσουρο. Κάθισε. Θα πρέπει να είσαι κουρασμένος από το ταξίδι. Λύσε λίγο τη γραβάτα σου και βγάλε το σακάκι. Χαλάρωσε...»

Έβγαλα το σακάκι με τόσο απότομες κινήσεις που κόντεψα να το σκίσω. Το δίπλωσα άτσαλα πάνω στο ένα ράντζο και κάθισα στο άλλο με τα χέρια σταυρωμένα. Ήμουν σε πλήρη σύγχυση. Προσπαθούσα να καταλάβω αν αυτά που γίνονταν ήταν αλήθεια ή αν ονειρευόμουν.

«Ουφ! Ζέστη έχει εδώ μέσα,» είπε η Σύλβια κι αφού έβγαλε το ταγιέρ της, το πέταξε στην καρέκλα. Μέσα από το λευκό της πουκάμισο διαγράφονταν ξεκάθαρα οι γραμμές του σουτιέν της. Προσπάθησα με τα χέρια μου να κρύψω το φούσκωμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο παντελόνι μου.

Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε το κεφάλι της Έλεν. «Ώστε εδώ είσαστε πουλάκια μου!» είπε και μπαίνοντας έλυσε το φουλάρι από το λαιμό της.

Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Αυτό που συνέβαινε ξεπερνούσε ακόμα και την πιο τρελή μου φαντασίωση. Η Σύλβια ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Η Έλεν κάθισε από την άλλη πλευρά. «Τελικά υπάρχει Θεός,» σκέφτηκα. Το αίμα μέσα στο κορμί μου έβραζε.

«Κλείσε τα μάτια σου και μην κλέβεις, γιατί θα χαλάσεις την έκπληξη,» είπε μια από τις δύο – δε μπορώ αν θυμηθώ πλέον πια.

Έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα να ζαλίζομαι. Άκουσα το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε και μετά τον ήχο από τακούνια. «Δεν το πιστεύω! Κι άλλη;» σκέφτηκα, ενώ κόντευα να λιποθυμήσω από την επιθυμία, που με είχε πλέον κυριεύσει.

«Εντάξει, μπορείς να τ’ ανοίξεις τώρα...» άκουσα.
Και τα άνοιξα. Όντως αυτό που αντίκρισα ήταν μια έκπληξη. Μια έκπληξη με έψιλον κεφαλαίο. Σίγουρα όμως, όχι μια ευχάριστη έκπληξη.

Απέναντί μου, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος ντυμένος με παλιομοδίτικη μπλε μαρέν ρεντιγκότα και γκρι φανελένιο παντελόνι. Στο κεφάλι φορούσε ένα ημίψηλο καπέλο και στα χέρια λευκά γάντια. Πάνω στη γαμψή του μύτη, ήταν στερεωμένο ένα ζευγάρι στρογγυλά χρυσά γυαλιά δεμένα με λεπτή καδένα. Κάτω από τη μύτη, κρεμόταν ένα παχύ λευκό μουστάκι με τσιγκελωτές άκρες.

«Αντόνιο Λομπρόζο,» συστήθηκε με επισημότητα μόλις βεβαιώθηκε ότι τα μάτια μου ήταν ανοιχτά κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση βγάζοντας το καπέλο του. Καθώς έσκυψε, τα γυαλιά γλίστρησαν από τη μύτη του κι αιωρήθηκαν στο κενό. Ο ηλικιωμένος κύριος τα έπιασε και τα ξανατοποθέτησε στη θέση τους.

Εγώ τον κοίταζα αποχαυνωμένος. Το φούσκωμα στο παντελόνι μου υποχώρησε απότομα. Αυτός συνέχισε να μιλά.
«Δε χρειάζεται να μου συστηθείτε. Έτσι κι αλλιώς, απ’ ότι έμαθα, το όνομα που θα μου πείτε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι φίλοι σας εδώ στο αεροδρόμιο – κι έχετε πάρα πολλούς πρέπει να ομολογήσω – μου μίλησαν για εσάς. Όχι από κουτσομπολιό – μην τους παρεξηγήσετε. Από αγάπη...»
«Ναι, ναι,» τον σιγοντάρισε η Σύλβια. «Όλοι σε αγαπάμε εδώ πολύ, το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;»
«Πολύ σε αγαπάμε,» είπε κι η Έλεν και μου χάιδεψε την πλάτη.

Αυτή η ξαφνική επίθεση αγάπης με τρόμαξε λίγο. Συνήθως αυτά είναι πράγματα που λένε σε κάποιον λίγο πριν τα τινάξει. Αλλά εγώ τέτοιο σκοπό δεν είχα –απ’ όσο γνώριζα τουλάχιστον. Ο ηλικιωμένος κύριος αντιλήφθηκε μάλλον την ανησυχία μου και βιάστηκε να με καθησυχάσει.
«Μη φοβάστε. Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω.»
«Μα εγώ δε χρειάζομαι βοήθεια,» είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Είναι σχετικά με το, πώς να το πω, το προβληματάκι που έχετε;»
«Προβληματάκι;» ρώτησα και το πρόσωπό μου άρχισε κοκκίνισε ελαφρά.
«Κυρίες μου νομίζω πως είναι καλύτερα να μας αφήσετε μόνους για λίγο,» είπε ο ηλικιωμένος κύριος κι έβγαλε τα γάντια του.

«Ναι, άλλωστε πρέπει να γυρίσω στο γκισέ,» είπε η Έλεν και, πριν φύγει, μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. «Τα λέμε μετά.»
«Εγώ θα περιμένω εδώ, έξω από την πόρτα. Αν με χρειαστείτε κάτι φωνάξτε με,» είπε η Σύλβια και προς μεγάλη μου απογοήτευση πήρε το σακάκι της και βγήκε χωρίς να με φιλήσει.

«Λοιπόν, τώρα που μείναμε μόνοι νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά, ως άντρας προς άντρα,» είπε ο κύριος Λαμπρόζο και κάθισε στην καρέκλα απέναντί μου, καμπουριάζοντας ελαφρά για να φέρει το πρόσωπό του ακριβώς απέναντι από το δικό μου. «Γνωρίζω πως έχετε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με τις μετακινήσεις, έτσι δεν είναι;»

Εγώ δε γουστάρω καθόλου να μιλάω γι’ αυτό. Μα αυτός ο γεράκος είχε κάτι στα μάτια – μια λάμψη, μια γυαλάδα – που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο δε μου άφηνε περιθώρια για περιστροφές ή αντιρρήσεις.
«Η αλήθεια είναι πως ακόμα και στις κυλιόμενες σκάλες ανακατεύομαι,» ομολόγησα. «Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω κανένα μέσο μεταφοράς. Ούτε καν το ασανσέρ. Αν χρειαστεί ν’ ανέβω έστω και δυο ορόφους, μπορεί ενδιάμεσα να πεθάνω από τους αλλεπάλληλους εμετούς. Φάρμακο δεν υπάρχει κανένα για την περίπτωσή μου. Πιστέψτε με. Αλλά εσάς τι σας νοιάζει;»
«Εγώ μπορώ να σας βοηθήσω.»
«Να με βοηθήσετε; Πως;»
«Είμαι υπνωτιστής. Ένας από τρεις καλύτερους στον κόσμο, ίσως και ο καλύτερος – αν πιστεύει κανείς αυτά που γράφουν οι εφημερίδες. Η πελατεία μου περιλαμβάνει τους κροίσους και τους ισχυρούς αυτού του πλανήτη. Με τη δύναμη του μυαλού μπορώ να θεραπεύω περιπτώσεις που η Επιστήμη, ή ακόμη και η Εκκλησία, σηκώνουν ψηλά τα χέρια.»
«Ενδιαφέρον ακούγεται. Αλλά, γιατί εμένα; Ούτε κροίσος είμαι, και σίγουρα ούτε και ισχυρός.»
«Έμαθα τυχαία για εσάς από τους ανθρώπους του αεροδρομίου. Μου είπαν για την απίστευτη αγάπη σας για τα ταξίδια, αλλά και για το πρόβλημα που σας εμποδίζει να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας. Μου είπαν και για το «παιχνίδι» που παίζετε μαζί τους καθημερινά τα τελευταία δέκα χρόνια. Το αστείο είναι ότι κανείς δε γνωρίζει το πραγματικό σας όνομα. Όταν μιλούν για εσάς μεταξύ τους, σας αποκαλούν «ο Ταξιδιώτης». Αν δε γίνομαι αδιάκριτος, γιατί το κάνετε αυτό;»
«Όπως είπατε κι εσείς, είναι απλά ένα παιχνίδι. Κάθε ταξίδι, ή μάλλον κάθε φανταστικό ταξίδι, και άλλο όνομα, άλλη ταυτότητα. Αυτό κάνει τα πράγματα – για μένα τουλάχιστον, πιο αληθινά, πιο πιστευτά. Όταν δεν είμαι εγώ, είμαι κάποιος άλλος. Κάποιος που μπορεί να ταξιδεύει παντού δίχως πρόβλημα. Το πραγματικό μου όνομα δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί αυτός που το έχει, έχει και το πρόβλημα. Όλοι οι άλλοι είναι μια χαρά.»
«Αφήστε με λοιπόν να σας βοηθήσω. Ειλικρινά το θέλω τόσο πολύ. Μ’ έχει συγκινήσει βαθύτατα η προσήλωση που δείχνετε στο όνειρό σας. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση σας θα είχε από καιρό καμθεί και θα τα είχε παρατήσει. Ήμουν κι εγώ κάποτε νέος με όνειρα και ξέρω.»

Δίχως να πω κάτι σηκώθηκα από το ράντζο και φόρεσα το σακάκι μου.
«Μα που πάτε; Φεύγετε;» απόρησε ο κύριος Λομπρόζο.
«Ναι», απάντησα κάπως απότομα. «Εκτιμώ το ειλικρινές σας ενδιαφέρον και σας ευχαριστώ για τη βοήθεια που θέλετε να μου προσφέρετε ανιδιοτελώς. Μόνο, που – δε θέλω να σας προσβάλω – αλλά φοβάμαι πως θα πρέπει να την αρνηθώ.»
«Να την αρνηθείτε; Μα, γιατί;» ρώτησε έκπληκτος ο κύριος Λομπρόζο.
«Γιατί αν τελικά καταφέρετε να με γιατρέψετε θα είμαι αναγκασμένος να ταξιδεύω μόνο όπου μπορώ, ενώ τώρα μπορώ να ταξιδεύω όπου θέλω…»
 
Our site is at APN Greece Directory