29 Νοε 2011

H Αληθινή Τέχνη



Η Πριγκιποπούλα είχε πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη. Δεν είχε διάθεση ούτε να διασκεδάσει, ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Δε μιλούσε πια σε κανέναν. Μονάχα καθόταν με τις ώρες στο ψηλότερο παράθυρο του πύργου και χάζευε το μακρινό ορίζοντα.

Ο Βασιλιάς είχε απογοητευτεί. Πριν λίγα χρόνια είχε χάσει τη γυναίκα του και τώρα η μονάκριβη κόρη του χανόταν κι αυτή μέρα με τη μέρα. Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να ρωτήσει το Γέροντα Λεόντιο, τον υπεραιωνόβιο συμβουλάτορα του, για τον οποίο κάποιοι πίστευαν ότι ήταν σοφός, ενώ άλλοι απλά ξεμωραμένος. «Όταν χάνεται κάθε ελπίδα, μόνο η Αληθινή Τέχνη μπορεί να βοηθήσει,» ήταν η σιβυλλική ρήση του Γέροντα.

Ο Βασιλιάς λοιπόν κάλεσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του βασιλείου στην αίθουσα του θρόνου και τους είπε: «Όποιος καταφέρει να συγκινήσει την κόρη μου και να της ξυπνήσει ξανά τη διάθεση για ζωή, θα την πάρει για γυναίκα και θα τον χρίσω διάδοχο του θρόνου.» Η Πριγκιποπούλα που καθόταν δίπλα του άρχισε να πλέκει αδιάφορα μια τούφα από τα μαλλιά της.

Πρώτος αποφάσισε να δοκιμάσει ο Ποιητής. Χτύπησε τα χέρια του και δυο υπηρέτες εμφανίστηκαν κουβαλώντας μια καρέκλα κι ένα γραφείο, πάνω στο οποίο υπήρχε μια χρυσή πένα κι ένας πάπυρος. Ευθύς, ο Ποιητής ξεκίνησε να συγγράφει μια ελεγεία για την ομορφιά της Πριγκιποπούλας. Μόλις ολοκλήρωνε έναν στίχο τον απάγγελνε αμέσως για να μην προλάβει να χαθεί η φρεσκάδα του. Λίγο μετά την τριακοστή στροφή, είχε γίνει φανερό ότι η Πριγκιποπούλα δεν επρόκειτο να συγκινηθεί. Αυτή τη φορά, χτύπησε ο βασιλιάς τα χέρια κι οι υπηρέτες κουβάλησαν εκτός της αίθουσας το γραφείο, μαζί με τον Ποιητή που δεν έλεγε να το εγκαταλείψει.

Επόμενος στη σειρά ήταν ο Ζωγράφος. Άπλωσε έναν τεράστιο καμβά στο πάτωμα και βάλθηκε να ζωγραφίζει ένα πορτραίτο της Πριγκιποπούλας με τόση λεπτομέρεια που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα βλέφαρά της – τα οποία όμως αυτή ούτε καν τρεμόπαιξε στη θέα του εκπληκτικού έργου. Μάταια πάλευε ο Ζωγράφος με τα πινέλα και τα χρώματά για να τραβήξει την προσοχή της. Ο Βασιλιάς δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Με ένα του νεύμα, οι υπηρέτες τύλιξαν τον Ζωγράφο στον καμβά και τον κύλισαν κλοτσηδόν έξω από το παλάτι.

Χαμογελώντας με το πάθημα του συναδέλφου του, εμφανίστηκε ο Γλύπτης αγκαλιά με ένα μεγάλο χαυλιόδοντα. Έβγαλε από την ποδιά του μια διαμαντένια σμίλη κι ένα σφυράκι κι άρχισε να σκαλίζει ένα άγαλμα που αναπαριστούσε την αίθουσα μαζί με όλους τους παριστάμενους. Έφτιαξε ακόμα και τον εαυτό του να σκαλίζει το ελεφαντόδοντο! Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να δώσει το τελευταίο χτύπημα, η Πριγκιποπούλα χασμουρήθηκε δυνατά, με αποτέλεσμα το σφυράκι να γλιστρήσει από το χέρι του σαστισμένου Γλύπτη και να προσγειωθεί στο κεφάλι του Βασιλιά!

Την ώρα που ο Γλύπτης οδηγούνταν σιδηροδέσμιος στο μπουντρούμι, έκανε θεαματική είσοδο ο Ηθοποιός φορώντας ένα καπέλο με κουδουνάκια και μιαν ασημένια μάσκα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Κινούμενος αδιάκοπα και κάνοντας ακροβατικά, άρχισε να διηγείται ιστορίες τόσο αστείες που η αίθουσα σείστηκε από τα χαχανητά. Μέχρι κι ο Βασιλιάς, που ήταν άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος, κρατούσε την κοιλιά του γιατί πονούσε από τα γέλια. Μα η Πριγκιποπούλα τίποτα, θαρρείς και ήταν κουφή. Ο Βασιλιάς διέταξε απρόθυμα το τέλος της παράστασης.

Μια γλυκιά μελωδία πλημύρισε την ατμόσφαιρα, καθώς ο Μουσικός βγήκε στον εξώστη κρατώντας ένα σπάνιο βιολί. Οι νότες του ήταν πιο καθαρές κι από φωνές αγγέλων κι έπεφταν από ψηλά σαν ανοιξιάτικη βροχή πάνω στα κεφάλια των παρευρισκομένων. «Είναι μια ωδή στη Πριγκιποπούλα που μόλις συνέθεσα,» ανακοίνωσε σε μια παύση της μουσικής, προς μεγάλη τέρψη του Βασιλιά και ακόμα μεγαλύτερη αδιαφορία της Πριγκιποπούλας. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανατύχει στον Μουσικό, που προσπαθώντας μανιασμένα να την εντυπωσιάσει, πίεζε όλο και περισσότερο το δοξάρι πάνω στις χορδές, ώσπου αυτές δεν άντεξαν άλλο κι έσπασαν μονομιάς. Εμφανώς καταβεβλημένος, ο Μουσικός εξαφανίστηκε πριν καν ο Βασιλιάς προλάβει να αντιδράσει.

Μια νέα μελωδία ακούστηκε καθώς ένας ηλικιωμένος κύριος με ακορντεόν μπήκε με αργό βήμα, ενώ πίσω του ακολουθούσε ένας κομψός δανδής, πατώντας στις μύτες των καλογυαλισμένων παπουτσιών του. Ο Χορευτής πλησίασε την Πριγκιποπούλα και απλώνοντας το χέρι, ρώτησε: «Θα μου κάνετε την τιμή να με συνοδεύσετε σε ένα Τάνγκο, το χορό του πάθους;» «Ουφ!» απάντησε αυτή βαριεστημένα και σέρνοντας τα πόδια της κατέβηκε από το θρόνο. Ο Χορευτής άρχισε να τη στροβιλίζει στο μαρμάρινο πάτωμα και να εκτελεί γύρω της εντυπωσιακές φιγούρες. Μα η Πριγκιποπούλα έμοιαζε με αχυρένια κούκλα στα χέρια μικρού παιδιού. Όταν πάτησε για εικοστή φορά το πόδι του Χορευτή, αυτός δεν άντεξε άλλο κι έφυγε τρέχοντας.

«Κάντε στην άκρη! Αφήστε την Τεχνολογία να αναδείξει την Τέχνη!» φώναξε ο Φωτογράφος καθώς περνούσε ανάμεσα στον κόσμο κουβαλώντας μια κάμερα. Όταν έφτασε στο κέντρο της αίθουσας έστησε το τρίποδο κι έχωσε το κεφάλι του κάτω από το μαύρο πανί. Με το ένα χέρι έκανε νόημα στο Βασιλιά να πλησιάσει την Πριγκιποπούλα και με το άλλο σήκωσε το δίσκο με τη σκόνη μαγνησίου. Προκείμενου να βεβαιωθεί ότι η φωτογραφία δεν θα ήταν σκοτεινή, είχε χρησιμοποιήσει μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη δόση. Το πάτημα του διακόπτη συνοδεύτηκε από εκτυφλωτική λάμψη. Ο Φωτογράφος ίσα που πρόλαβε να αντικρίσει τα μουτζουρωμένα βασιλικά πρόσωπα, καθώς οι φρουροί τον έσερναν μακριά από τη μηχανή του.

«Αυτό ήταν, δεν αντέχω άλλο!» είπε απελπισμένος ο Βασιλιάς, ενώ το καψαλισμένο μουστάκι του κάπνιζε ακόμα, κι ετοιμάστηκε να αποχωρήσει.
«Μισό λεπτό, θέλω κι εγώ να δοκιμάσω!» πετάχτηκε ένας νεαρός Υπηρέτης.
«Ας είναι,» είπε αυτός. «Εδώ που φτάσαμε τι έχω να χάσω;»

Ο Υπηρέτης πλησίασε το πρόσωπό του σε αυτό της Πριγκιποπούλας και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Μετά, δεν είπε κουβέντα, ούτε κινήθηκε για τριάντα ολόκληρα λεπτά. Και ξαφνικά, πάνω που τελείωνε η υπομονή του Βασιλιά, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Πριγκιποπούλας. Ευθύς, άρπαξε το πρόσωπο του νέου ανάμεσα στα χέρια της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.

«Μα, δεν καταλαβαίνω,» μονολόγησε ο βασιλιάς.
«Η Αληθινή Τέχνη Μεγαλειότατε,» του ψιθύρισε στο αυτί ο Λεόντιος, «δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας επαγγελματιών, ούτε και απαιτεί πολύτιμα ή σπάνια μέσα. Δε φτιάχνεται με συνταγές, ούτε ακολουθεί κανόνες. Είναι μια δύναμη πρωτόγονη που μπορεί και μετουσιώνει το Τίποτα σε Κάτι, δίχως διόλου να νοιάζεται ούτε για το Πώς, μήτε για το Γιατί…»
 
Our site is at APN Greece Directory